Anonymous

δολιχόσκιος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(4)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δολῐχόσκιος:''' -ον ([[δολιχός]], σκία), επίθ. του [[ἔγχος]], αυτός που ρίχνει [[μακριά]] [[σκιά]], μακρύ ίσκιο· ή αντί <i>δολιχόσχιος</i> ([[ὄσχος]]), αυτός που έχει μακρύ [[κοντάρι]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''δολῐχόσκιος:''' -ον ([[δολιχός]], σκία), επίθ. του [[ἔγχος]], αυτός που ρίχνει [[μακριά]] [[σκιά]], μακρύ ίσκιο· ή αντί <i>δολιχόσχιος</i> ([[ὄσχος]]), αυτός που έχει μακρύ [[κοντάρι]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''δολιχόσκιος:''' отбрасывающий длинную тень ([[ἔγχος]] Hom.).
}}
}}