3,274,313
edits
(4) |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δολῐχόσκιος:''' -ον ([[δολιχός]], σκία), επίθ. του [[ἔγχος]], αυτός που ρίχνει [[μακριά]] [[σκιά]], μακρύ ίσκιο· ή αντί <i>δολιχόσχιος</i> ([[ὄσχος]]), αυτός που έχει μακρύ [[κοντάρι]], σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''δολῐχόσκιος:''' -ον ([[δολιχός]], σκία), επίθ. του [[ἔγχος]], αυτός που ρίχνει [[μακριά]] [[σκιά]], μακρύ ίσκιο· ή αντί <i>δολιχόσχιος</i> ([[ὄσχος]]), αυτός που έχει μακρύ [[κοντάρι]], σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δολιχόσκιος:''' отбрасывающий длинную тень ([[ἔγχος]] Hom.). | |||
}} | }} |