Anonymous

δύστρωτος: Difference between revisions

From LSJ
2
(10)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δύστρωτος]], -ον (Α)<br />αυτός που δύσκολα τραυματίζεται.
|mltxt=[[δύστρωτος]], -ον (Α)<br />αυτός που δύσκολα τραυματίζεται.
}}
{{elru
|elrutext='''δύστρωτος:''' трудно уязвимый (λίθῳ καὶ σιδήρῳ Plut.).
}}
}}