Anonymous

ἐκκομίζω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκκομίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[μεταφέρω]], [[βγάζω]] έξω, [[ιδίως]] σε [[μέρος]] που είναι ασφαλές, σε Ηρόδ.· <i>ἐκκ. τινὰ ἐκ πρήγματος</i>, [[εμποδίζω]] κάποιον να μπει σε κίνδυνο, στον ίδ.· ομοίως και στη Μέσ., στον ίδ., σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> κάνω [[εκφορά]] ενός νεκρού, [[θάβω]], [[κηδεύω]], [[ενταφιάζω]], Λατ. efferre, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> [[υπομένω]] [[κάτι]] [[μέχρι]] το [[τέλος]], <i>τι</i>, σε Ευρ.
|lsmtext='''ἐκκομίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[μεταφέρω]], [[βγάζω]] έξω, [[ιδίως]] σε [[μέρος]] που είναι ασφαλές, σε Ηρόδ.· <i>ἐκκ. τινὰ ἐκ πρήγματος</i>, [[εμποδίζω]] κάποιον να μπει σε κίνδυνο, στον ίδ.· ομοίως και στη Μέσ., στον ίδ., σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> κάνω [[εκφορά]] ενός νεκρού, [[θάβω]], [[κηδεύω]], [[ενταφιάζω]], Λατ. efferre, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> [[υπομένω]] [[κάτι]] [[μέχρι]] το [[τέλος]], <i>τι</i>, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκκομίζω:''' <b class="num">1)</b> вывозить, увозить, уводить (τινὰ αὐτὸν καὶ χρήματα Her.; τινὰ [[δεῦρο]] Eur.; ἐς [[στρατόπεδον]] ἐκκομίζεσθαι Thuc.): ἐκκομισθεὶς ἐκ τοῦ πόντου Plat. вынырнув из моря; [[φοράδην]] τοῦ πολέμου ἐκκομίσασθαι Luc. (о раненом) быть вынесенным из боя; ἐ. τινὰ ἐκ τοῦ μέλλοντος γίνεσθαι πρήγματος Her. спасти кого-л. от предстоящих событий;<br /><b class="num">2)</b> (о покойнике) выносить, хоронить (ὑπὸ τῶν νεκροφόρων ἐκκομισθῆναι Polyb.; ὁ Ἀλκμήνης ἐκκομιζομένης [[νεκρός]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> выносить до конца, претерпевать (τὸ [[πεπρωμένον]] Eur.).
}}
}}