Anonymous

ἐκπετάννυμι: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκπετάννῡμι:''' μέλ. <i>-πετάσω</i>, Παθ. αόρ. αʹ <i>ἐξεπετάσθην</i>, παρακ. [[ἐκπεπέτασμαι]],<br /><b class="num">1.</b> [[απλώνω]], λέγεται για [[ιστίο]], σε Ευρ.· για φτερά, σε Ανθ.· λέγεται για [[δίχτυ]], σε Χρησμ. [[παρά]] Ηροδ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., <i>ἐπὶ κῶμον ἐκπετασθείς</i>, πλήρως παραδομένος στη [[διασκέδαση]], στο [[γλέντι]], σε Ευρ.
|lsmtext='''ἐκπετάννῡμι:''' μέλ. <i>-πετάσω</i>, Παθ. αόρ. αʹ <i>ἐξεπετάσθην</i>, παρακ. [[ἐκπεπέτασμαι]],<br /><b class="num">1.</b> [[απλώνω]], λέγεται για [[ιστίο]], σε Ευρ.· για φτερά, σε Ανθ.· λέγεται για [[δίχτυ]], σε Χρησμ. [[παρά]] Ηροδ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., <i>ἐπὶ κῶμον ἐκπετασθείς</i>, πλήρως παραδομένος στη [[διασκέδαση]], στο [[γλέντι]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκπετάννῡμι:''' <b class="num">1)</b> распускать, распростирать ([[ἱστία]] Eur.; πτέρυγας Anth.): ἐκπετάσας πᾶσι τοῖς ἀρμένοις Polyb. на всех парусах; ἐκπετάσας πώγωνα Luc. распушив бороду;<br /><b class="num">2)</b> раскрывать (τὰ [[ὦτα]] [[ὥσπερ]] [[σκιάδειον]] Arph.);<br /><b class="num">3)</b> раскидывать, расставлять (τὸ [[δίκτυον]] Her.);<br /><b class="num">4)</b> pass. целиком предаваться: ἐπὶ κῶμον ἐκπετασθείς Eur. весь отдавшись разгулу.
}}
}}