Anonymous

ἐκσῴζω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκσῴζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[σώζω]] από τον κίνδυνο, [[κρατώ]] κάποιον ασφαλή, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· <i>ἐκσ. τινά τινος</i>, γλιτώνω κάποιον από κάποιον [[άλλο]], σε Ευρ., ἐκσ. τινὰ ἐς [[φάος]], [[οδηγώ]], [[φέρνω]] με [[ασφάλεια]] κάποιον στο φως, στον ίδ. — Μέσ., σώζομαι, [[σώζω]] τον εαυτό μου, σε Ηρόδ.· ή [[σώζω]] για τον εαυτό μου, σε Αισχύλ. — Παθ., τρέπομαι σε [[φυγή]] για [[ασφάλεια]], στον ίδ.
|lsmtext='''ἐκσῴζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[σώζω]] από τον κίνδυνο, [[κρατώ]] κάποιον ασφαλή, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· <i>ἐκσ. τινά τινος</i>, γλιτώνω κάποιον από κάποιον [[άλλο]], σε Ευρ., ἐκσ. τινὰ ἐς [[φάος]], [[οδηγώ]], [[φέρνω]] με [[ασφάλεια]] κάποιον στο φως, στον ίδ. — Μέσ., σώζομαι, [[σώζω]] τον εαυτό μου, σε Ηρόδ.· ή [[σώζω]] για τον εαυτό μου, σε Αισχύλ. — Παθ., τρέπομαι σε [[φυγή]] για [[ασφάλεια]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκσῴζω:''' спасать, избавлять (τινά Soph., Her.; τινὰ [[χερός]] τινος Eur.; τινὰ ἐκ τῶν κινδύνων Plat.): ἐκοῶσαί τινα εἰς [[φάος]] νεκρῶν [[πάρα]] Eur. вывести кого-л. из страны мертвых на свет; med. спасать для себя или спасаться; ἔ. νῆσον (v. l. ἐκφέρεσθαι) Aesch. искать убежища на острове; βίοτον ἐ. Aesch. спасать свою жизнь; ὃσα δένδρων ὑπείκει κλῶνας ἐκσώζεται Soph. деревья, которые подаются (гнутся), сохраняют свои ветви.
}}
}}