3,273,590
edits
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εἰσδύνω:''' [ῡ], και ως αποθ. εἰσ-[[δύομαι]] (βλ. [[δύω]])· μέλ. -[[δύσομαι]], με Ενεργ. αόρ. βʹ <i>-έδῡν</i>, παρακ. <i>-δέδῡκα</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[μπαίνω]] ή [[εισέρχομαι]], μαζί με <i>εἰς</i>, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[κατέρχομαι]], Λατ. subire, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· λέγεται για συναισθήματα, <i>εἰσέδυ μεμνήμη κακῶν</i>, σε Σοφ.· επίσης με δοτ., δεινόν τι ἐσέδυνέ [[σφι]], [[φόβος]] [[μεγάλος]] τους κυρίευσε, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''εἰσδύνω:''' [ῡ], και ως αποθ. εἰσ-[[δύομαι]] (βλ. [[δύω]])· μέλ. -[[δύσομαι]], με Ενεργ. αόρ. βʹ <i>-έδῡν</i>, παρακ. <i>-δέδῡκα</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[μπαίνω]] ή [[εισέρχομαι]], μαζί με <i>εἰς</i>, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[κατέρχομαι]], Λατ. subire, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· λέγεται για συναισθήματα, <i>εἰσέδυ μεμνήμη κακῶν</i>, σε Σοφ.· επίσης με δοτ., δεινόν τι ἐσέδυνέ [[σφι]], [[φόβος]] [[μεγάλος]] τους κυρίευσε, σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εἰσδύνω:''' ион. и староатт. [[ἐσδύνω]] (ῡ) проникать (ἐς τὸν θησαυρὸν τοῦ βασιλῆος Her.; εἰς τὴν Ἀμφικτυονίαν εἰσδεδυκώς Dem.; διὰ τῶν πόρων Arst.): [[οἷον]] εἰσέδυ μ᾽ [[οἴστρημα]]! Soph. какая боль пронзила меня!; [[δεινόν]] τι εἰσέδυνε [[σφίσι]] Her. какой-то страх объял их; τεύχεα εἰ. Hom. - in tmesi надевать доспехи. | |||
}} | }} |