Anonymous

εἰσακτέον: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εἰσακτέον:''' ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να εισαχθεί στο δικαστήριο (βλ. [[εἰσάγω]] II. 3), σε Αριστοφ., Ξεν.
|lsmtext='''εἰσακτέον:''' ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να εισαχθεί στο δικαστήριο (βλ. [[εἰσάγω]] II. 3), σε Αριστοφ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''εἰσακτέον:''' adj. verb. к [[εἰσάγω]].
}}
}}