Anonymous

ἐμποιητικός: Difference between revisions

From LSJ
2
(11)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐμποιητικός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που παράγει, δημιουργεί, προκαλεί [[κάτι]] («ἐμποιητικὸς πάθους», Σέξτ. Εμπ.).
|mltxt=[[ἐμποιητικός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που παράγει, δημιουργεί, προκαλεί [[κάτι]] («ἐμποιητικὸς πάθους», Σέξτ. Εμπ.).
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμποιητικός:''' образующий, порождающий, создающий (τινος Arst., Sext.).
}}
}}