Anonymous

ἐνευδοκιμέω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐνευδοκιμέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[αποκτώ]] [[δόξα]] μέσα απ' την [[ατυχία]] κάποιου άλλου, σε Δημ.
|lsmtext='''ἐνευδοκιμέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[αποκτώ]] [[δόξα]] μέσα απ' την [[ατυχία]] κάποιου άλλου, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνευδοκῐμέω:''' добиваться славы или стяжать славу, прославиться (ἀλλοτρίοις σφάλμασι Plut.): τὰ ἀτυχήματά τινος ἐ. Dem. нажить себе славу на чьих-л. несчастьях.
}}
}}