Anonymous

ἐμπεριπατέω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐμπεριπᾰτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> (<i>ἐν</i>), [[περπατώ]], περιπλανιέμαι [[ανάμεσα]], σε Λουκ.· απόλ., κάνω περίπατο, [[σουλατσάρω]], στον ίδ.
|lsmtext='''ἐμπεριπᾰτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> (<i>ἐν</i>), [[περπατώ]], περιπλανιέμαι [[ανάμεσα]], σε Λουκ.· απόλ., κάνω περίπατο, [[σουλατσάρω]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμπεριπᾰτέω:''' <b class="num">1)</b> прохаживаться, прогуливаться (χρυσοῖς ἐμβάταις Luc.; ἔν [[τισιν]] NT);<br /><b class="num">2)</b> перен. (насчет кого-л.) прохаживаться, высмеивать (τινι Plut.).
}}
}}