Anonymous

ἐξήκω: Difference between revisions

From LSJ
1,379 bytes added ,  31 December 2018
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐξήκω:''' μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I.</b> έχω φθάσει σε κάποιο συγκεκριμένο [[σημείο]], σε Σοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για χρόνο, έχω τελειώσει ή έχω λήξει, έχω ολοκληρωθεί, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για προφητείες, όνειρα κ.λπ.· επαληθεύομαι, εκπληρώνομαι, στον ίδ., σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἐξήκω:''' μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I.</b> έχω φθάσει σε κάποιο συγκεκριμένο [[σημείο]], σε Σοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για χρόνο, έχω τελειώσει ή έχω λήξει, έχω ολοκληρωθεί, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για προφητείες, όνειρα κ.λπ.· επαληθεύομαι, εκπληρώνομαι, στον ίδ., σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξήκω:''' <b class="num">1)</b> приходить, прибывать (ἡ [[κλῆσις]] ἐξήκει εἰς [[δικαστήριον]] Plut.): ἐ. τινὶ ὁδόν τινα Soph. прибыть к кому-л. каким-л. путем;<br /><b class="num">2)</b> доходить, достигать ([[πανταχόσε]] Plat.): ἐξήκεις δ᾽ [[ἵνα]] [[φανεῖς]] [[ὁποῖος]] ὢν [[ἀνήρ]] Soph. настала тебе пора показать, что ты за человек; [[ἅλις]] ἵν᾽ ἐξήκεις δακρύων Soph. ты достаточно пролил слез;<br /><b class="num">3)</b> проходить, приходить к концу, миновать (ὁ [[χρόνος]] ἐξῆκεν Lys., Xen., Plut.): [[πρίν]] μοι μοῖραν βίου ἐξήκειν Soph. прежде, чем окончится данная мне в удел жизнь;<br /><b class="num">4)</b> исполняться, сбываться: συμβάλλομαι ἐξήκειν μοι τὸ [[χρηστήριον]] Her. полагаю, что это пророчество исполнилось;<br /><b class="num">5)</b> становиться, оказываться: τὰ [[παντ]]᾽ ἂν ἐξήκοι σαφῆ Soph. все, как будто, стало ясно.
}}
}}