Anonymous

ἐπάναγκες: Difference between revisions

From LSJ
2
(12)
(2)
Line 13: Line 13:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπάναγκες]] (Α) (ουδ. του άχρ. επιθ. [[ἐπανάγκης]], -<i>ες</i>)<br /><b>1.</b> (με ή [[χωρίς]] το <i>εστί</i>)<br />[[είναι]] αναγκαίο, απαραίτητο, επιβεβλημένο<br /><b>2.</b> <b>επίρρ.</b> αναγκαστικά, απαραίτητα, αναπόφευκτα («τούτοις [[ἐπάναγκες]] περὶ τῶν πραγμάτων λέγειν», Αισχίν.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> <i>τὰ [[ἐπάναγκες]]<br />τα απολύτως απαραίτητα («μηδὲν [[πλέον]] ἐπιτίθεσθαι ὑμῑν [[βάρος]] πλὴν τῶν [[ἐπάναγκες]] τούτων», ΚΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ανάγκη]]. Ως συστατικό της απρόσωπης εκφράσεως το σύνθ. σχηματίζεται με τη [[μορφή]] του ουδετέρου του (αμάρτυρου στα άλλα γένη) επιθέτου <i>επανάγκης</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[συνήθης]] - <i>σύνηθες</i>)].
|mltxt=[[ἐπάναγκες]] (Α) (ουδ. του άχρ. επιθ. [[ἐπανάγκης]], -<i>ες</i>)<br /><b>1.</b> (με ή [[χωρίς]] το <i>εστί</i>)<br />[[είναι]] αναγκαίο, απαραίτητο, επιβεβλημένο<br /><b>2.</b> <b>επίρρ.</b> αναγκαστικά, απαραίτητα, αναπόφευκτα («τούτοις [[ἐπάναγκες]] περὶ τῶν πραγμάτων λέγειν», Αισχίν.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> <i>τὰ [[ἐπάναγκες]]<br />τα απολύτως απαραίτητα («μηδὲν [[πλέον]] ἐπιτίθεσθαι ὑμῑν [[βάρος]] πλὴν τῶν [[ἐπάναγκες]] τούτων», ΚΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ανάγκη]]. Ως συστατικό της απρόσωπης εκφράσεως το σύνθ. σχηματίζεται με τη [[μορφή]] του ουδετέρου του (αμάρτυρου στα άλλα γένη) επιθέτου <i>επανάγκης</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[συνήθης]] - <i>σύνηθες</i>)].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπάναγκες:''' adv. (часто в сочетании ἐ. [[ἐστί]]) необходимо, по необходимости: ἐ. μηδὲν [[ἔστω]] или ἐ. μηδὲν εἶναι Plat. чтобы не было никакого принуждения; ἐ. κομῶντες Her. (лакедемоняне) обязаны носить длинные волосы.
}}
}}