Anonymous

ἐπαμάομαι: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπᾰμάομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i> — Μέσ., [[συσσωρεύω]] για τον εαυτό μου, <i>εὐνὴν ἐπαμήσατο</i>, του σχημάτισε [[στρώμα]] (από φύλλα), σε Ομήρ. Οδ.· <i>γῆνἐπαμησάμενος</i>, σχηματίζοντας με [[συσσώρευση]] χώματος έναν τάφο, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἐπᾰμάομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i> — Μέσ., [[συσσωρεύω]] για τον εαυτό μου, <i>εὐνὴν ἐπαμήσατο</i>, του σχημάτισε [[στρώμα]] (από φύλλα), σε Ομήρ. Οδ.· <i>γῆνἐπαμησάμενος</i>, σχηματίζοντας με [[συσσώρευση]] χώματος έναν τάφο, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπᾰμάομαι:''' редко Diog. L. ἐπᾰμάω<br /><b class="num">1)</b> сгребать, собирать в кучу: εὐνὴν ἐπαμήσατο Hom. (Одиссей из листьев) устроил себе ложе;<br /><b class="num">2)</b> наваливать, насыпать (γῆν Her., Xen.; αἰγιαλῖτιν [[θῖνα]] Anth.; κόνιν Diog. L.).
}}
}}