3,274,764
edits
(4) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπᾰφάω:''' (βλ. ἀφάω), [[αγγίζω]] στην [[επιφάνεια]], [[αγγίζω]] [[ελαφρά]], [[ψηλαφίζω]], [[χαϊδεύω]], σε Αισχύλ. — Μέσ., με γεν., σε Μόσχ. | |lsmtext='''ἐπᾰφάω:''' (βλ. ἀφάω), [[αγγίζω]] στην [[επιφάνεια]], [[αγγίζω]] [[ελαφρά]], [[ψηλαφίζω]], [[χαϊδεύω]], σε Αισχύλ. — Μέσ., με γεν., σε Μόσχ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπᾰφάω:''' прикасаться, притрагиваться (χειρί Aesch.; τὸ ἐφαπτόμενον καὶ ἐπαφῶν Plat.; med. κιθάρης Anth.). | |||
}} | }} |