Anonymous

ἐπαφάω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπᾰφάω:''' (βλ. ἀφάω), [[αγγίζω]] στην [[επιφάνεια]], [[αγγίζω]] [[ελαφρά]], [[ψηλαφίζω]], [[χαϊδεύω]], σε Αισχύλ. — Μέσ., με γεν., σε Μόσχ.
|lsmtext='''ἐπᾰφάω:''' (βλ. ἀφάω), [[αγγίζω]] στην [[επιφάνεια]], [[αγγίζω]] [[ελαφρά]], [[ψηλαφίζω]], [[χαϊδεύω]], σε Αισχύλ. — Μέσ., με γεν., σε Μόσχ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπᾰφάω:''' прикасаться, притрагиваться (χειρί Aesch.; τὸ ἐφαπτόμενον καὶ ἐπαφῶν Plat.; med. κιθάρης Anth.).
}}
}}