Anonymous

ἐπιλείπω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιλείπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[αφήνω]] [[πίσω]], σε Ομήρ. Οδ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[αφήνω]] [[κάτι]] άθικτο, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για πράγματα, [[στερεύω]], δεν [[επαρκώ]], Λατ. deficere, με αιτ. προσ., [[ὕδωρ]] μιν ἐπέλιπε, του στέρεψε το [[νερό]], σε Ηρόδ.· ἐπιλείψει με λέγοντα ἡ [[ἡμέρα]], σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> στον Ηρόδ., [[συχνά]] λέγεται για ποταμούς, ξηραίνομαι, ἐπ. τὸ [[ῥέεθρον]], αφήνουν το [[ρεύμα]] τους, την [[κοίτη]] τους κενή, σε Ηρόδ.· και επίσης [[χωρίς]] το [[ῥέεθρον]], [[στερεύω]], ξηραίνομαι, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> γενικά, δεν [[επαρκώ]], στερούμαι, στον ίδ., Ξεν. κ.λπ.
|lsmtext='''ἐπιλείπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[αφήνω]] [[πίσω]], σε Ομήρ. Οδ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[αφήνω]] [[κάτι]] άθικτο, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για πράγματα, [[στερεύω]], δεν [[επαρκώ]], Λατ. deficere, με αιτ. προσ., [[ὕδωρ]] μιν ἐπέλιπε, του στέρεψε το [[νερό]], σε Ηρόδ.· ἐπιλείψει με λέγοντα ἡ [[ἡμέρα]], σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> στον Ηρόδ., [[συχνά]] λέγεται για ποταμούς, ξηραίνομαι, ἐπ. τὸ [[ῥέεθρον]], αφήνουν το [[ρεύμα]] τους, την [[κοίτη]] τους κενή, σε Ηρόδ.· και επίσης [[χωρίς]] το [[ῥέεθρον]], [[στερεύω]], ξηραίνομαι, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> γενικά, δεν [[επαρκώ]], στερούμαι, στον ίδ., Ξεν. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιλείπω:''' <b class="num">1)</b> оставлять (позади): τὸ ἐπιλειπόμενον ἤρξατο δρόμῳ Xen. остальная (т. е. отставшая) часть (войска) пустилась бежать (вдогонку);<br /><b class="num">2)</b> оставлять без внимания, упускать: ὡς οὔτ᾽ ἂν τῶν ἐμῶν ἐπιλίποιμι [[οὐδέν]], [[οὔτε]] τῶν [[φίλων]] Plat. я не пожалел бы ни своего ни чужого; μυρία [[ἐπιλείπω]] λέγων Plat. я обхожу молчанием множество (прочих) обстоятельств;<br /><b class="num">3)</b> подходить к концу, кончаться, истощаться, иссякать (ἐπιλείπει τὰ φρέατα Dem.; οὐκ ἐπιλείπει ἡ [[θάλασσα]] [[ὥσπερ]] οἱ ποταμοί Arst.; ἐπιλιπούσης τῆς δυνάμεως Plut.): τὰ [[ἐπιτήδεια]] ἐπέλιπε Xen. продовольствие вышло; κοῖον [[ὕδωρ]] οὐκ ἐπέλιπε; Her. какой воды хватило бы (чтобы напоить войско Ксеркса)?; τοῦ ἡλίου τὸ [[φῶς]] ἐπέλιπε Plut. наступило затмение солнца; [[ἐπειδὰν]] αὐτοὺς ἐπιλίπωσιν αἱ φανεραὶ ἐλπίδες, ἐπὶ τὰς ἀφανεῖς καθίστανται Thuc. когда у них не станет ясных надежд, они хватаются за призрачные;<br /><b class="num">4)</b> не хватать, недоставать: ἐπιλείψει με λέγοντα ἡ [[ἡμέρα]] Dem. и με διηγούμενον ὁ [[χρόνος]] NT чтобы рассказать (об этом), мне дня (или времени) не хватит; [[σῖτος]] ἐπιλιπών Thuc. нехватка продовольствия, голод.
}}
}}