Anonymous

ἐπικάλυμμα: Difference between revisions

From LSJ
2
(13)
(2)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[ἐπικάλυμμα]]) [[επικαλύπτω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />εξωτερικό [[σκέπασμα]], [[κάλυμμα]] της επιφάνειας, [[επένδυση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάλυμμα]], [[μέσο]] συγκαλύψεως («[[πλοῦτος]] πολλῶν ἐπικάλυμμά ἐστι κακῶν», Μέν.)<br /><b>2.</b> (για το [[σώμα]]) [[οτιδήποτε]] καλύπτει ένα [[άνοιγμα]].
|mltxt=το (Α [[ἐπικάλυμμα]]) [[επικαλύπτω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />εξωτερικό [[σκέπασμα]], [[κάλυμμα]] της επιφάνειας, [[επένδυση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάλυμμα]], [[μέσο]] συγκαλύψεως («[[πλοῦτος]] πολλῶν ἐπικάλυμμά ἐστι κακῶν», Μέν.)<br /><b>2.</b> (για το [[σώμα]]) [[οτιδήποτε]] καλύπτει ένα [[άνοιγμα]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπικάλυμμα:''' ατος (ᾰλ) τό<br /><b class="num">1)</b> анат. перепонка, клапан Arst.;<br /><b class="num">2)</b> анат. крышка, щиток: ἐπικαλύμματα τῶν βραγχίων Arst. жаберные крышки;<br /><b class="num">3)</b> перен. покров, пелена, завеса (πολλῶν κακῶν Men.; ἐ. ἔχειν τῆς κακίας τὴν ἐλευθερίαν NT).
}}
}}