Anonymous

ἐπιτυχής: Difference between revisions

From LSJ
2
(14)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (AM [[ἐπιτυχής]])<br /><b>1.</b> [[εύστοχος]], [[αποτελεσματικός]] (α. «[[επιτυχής]] [[βολή]], [[εκλογή]]» κ.λπ.<br />β. «επιτυχείς αγώνες»)<br /><b>2.</b> αυτός που έγινε καλά, ο [[σύμφωνος]] ή [[ανάλογος]] με τον επιδιωκόμενο σκοπό, αυτός που αρμόζει, που επιβάλλεται να [[είναι]] (α. «[[επιτυχής]] [[συμφωνία]]» β. «επιτυχείς απαντήσεις» γ. «τὴν δόξαν ἐπιτυχῇ τῶν καιρῶν ἔχοντας», Ισοκρ.)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που μπορεί να προσβληθεί εύκολα και με [[επιτυχία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>επιτυχώς</i> (AM ἐπιτυχῶς)<br />με [[επιτυχία]], εύστοχα, πετυχημένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>τυχής</i>. Το β’ συνθετικό -<i>τυχής</i> εμφανίζει το θ. <i>τυχ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>έτυχ</i>-<i>ον</i>, <i>τύχ</i>-<i>η</i>) και απαντά μόνον εν συνθέσει (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ευ</i>-<i>τυχής</i>, <i>δυσ</i>-<i>τυχής</i>)].
|mltxt=-ές (AM [[ἐπιτυχής]])<br /><b>1.</b> [[εύστοχος]], [[αποτελεσματικός]] (α. «[[επιτυχής]] [[βολή]], [[εκλογή]]» κ.λπ.<br />β. «επιτυχείς αγώνες»)<br /><b>2.</b> αυτός που έγινε καλά, ο [[σύμφωνος]] ή [[ανάλογος]] με τον επιδιωκόμενο σκοπό, αυτός που αρμόζει, που επιβάλλεται να [[είναι]] (α. «[[επιτυχής]] [[συμφωνία]]» β. «επιτυχείς απαντήσεις» γ. «τὴν δόξαν ἐπιτυχῇ τῶν καιρῶν ἔχοντας», Ισοκρ.)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που μπορεί να προσβληθεί εύκολα και με [[επιτυχία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>επιτυχώς</i> (AM ἐπιτυχῶς)<br />με [[επιτυχία]], εύστοχα, πετυχημένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>τυχής</i>. Το β’ συνθετικό -<i>τυχής</i> εμφανίζει το θ. <i>τυχ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>έτυχ</i>-<i>ον</i>, <i>τύχ</i>-<i>η</i>) και απαντά μόνον εν συνθέσει (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ευ</i>-<i>τυχής</i>, <i>δυσ</i>-<i>τυχής</i>)].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιτῠχής:''' <b class="num">1)</b> досл. бьющий прямо в цель, перен. достигающий цели, добивающийся своего ([[κότος]] Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> удачливый, преуспевающий (τινος Plat., ἔν τινι Arst., Diod. и [[κατά]] τι Polyb.).
}}
}}