Anonymous

ἐργάσιμος: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐργάσιμος:''' [ᾰ], -ον ([[ἐργάζομαι]]), λέγεται για τη γη, αρόσιμη, καλλιεργήσιμη, σε Ξεν. κ.λπ.
|lsmtext='''ἐργάσιμος:''' [ᾰ], -ον ([[ἐργάζομαι]]), λέγεται για τη γη, αρόσιμη, καλλιεργήσιμη, σε Ξεν. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐργάσιμος:''' <b class="num">1)</b> удобный для возделывания (χωρία Plat., Arst.);<br /><b class="num">2)</b> поддающийся обработке, строительный (λίθοι Plut.);<br /><b class="num">3)</b> податливый ([[φύσις]] Plut.).
}}
}}