3,277,119
edits
(4) |
(2) |
||
Line 39: | Line 39: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἔργον:''' τό (*[[ἔργω]]), [[εργασία]], σε Όμηρ. κ.λπ.· τὰ [[σαυτῆς]] ἔργα κόμιζε, κοίτα τις δικές [[σου]] ασχολίες, κοίτα τη δουλειά [[σου]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">I. 1.</b> στην Ομήρ. Ιλ., λέγεται [[κυρίως]] για τα πολεμικά κατορθώματα, <i>πολεμήϊα ἔργα</i>· ομοίως και, <i>ἐν τῷ ἔργῳ</i>, κατά τη [[διάρκεια]] της συμπλοκής, σε Θουκ.· <i>ἔργουἔχεσθαι</i>, εμπλέκομαι σε [[μάχη]], στον ίδ. <b>2. α)</b> λέγεται για πολύμοχθες εργασίες, για την [[καλλιέργεια]] χωραφιών, αγροκτημάτων, σε Όμηρ.· [[οὔτε]] [[βοῶν]] οὔτ' [[ἀνδρῶν]] ἔργα (πρβλ. του Βιργ. hominumque boumque labores), σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἔργα Ἰθάκης</i>, οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις, οι αγροί της Ιθάκης, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως στην Αττ., <i>τὰ κατ' ἀγροὺς ἔργα</i> κ.λπ.· [[έπειτα]], γενικά, [[ιδιοκτησία]], [[περιουσία]], [[πλούτος]], κτήματα, [[ἔργον]] ἀέξειν, σε Ομήρ. Οδ. <b>β)</b> λέγεται για γυναικείες εργασίες, ύφανση, [[πλέξιμο]], σε Όμηρ. <b>γ)</b> λέγεται για άλλες ασχολίες, <i>θαλάσσια ἔργα</i>, [[αλιεία]], [[ψάρεμα]], ως [[μέσο]] βιοπορισμού, σε Ομήρ. Οδ.· περιφραστικά, ἔργα [[δαιτός]], ασχολίες γύρω από [[συμπόσιο]], σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, <i>ἔργα θήρας</i> κ.λπ., σε Ξεν. κ.λπ.· στην Αττ. επίσης, λέγεται για όλων των ειδών τις εργασίες, επαγγέλματα, όπως για τα ορυχεία, τα σιδηρουργεία, στον ίδ., Δημ.<br /><b class="num">3.</b> δύσκολη [[εργασία]], [[βαριά]] [[εργασία]], σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, τρομερό, παράτολμο [[κατόρθωμα]] ή [[πράξη]], Λατ. [[facinus]], σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, [[χερμάδιον]] [[λάβε]] Τυδεΐδης, [[μέγα]] [[ἔργον]], με μεγάλο όγκο, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">4.</b> [[πράξη]], [[ενέργεια]], [[συχνά]] αντίθ. προς το [[ἔπος]], [[κατόρθωμα]], [[πράξη]] όχι μόνο [[λόγια]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">II.</b> [[πράγμα]], [[ζήτημα]], [[πᾶν]] [[ἔργον]], σε Ομήρ. Ιλ.· ἄκουε [[τοὔργον]], σε Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">III. 1.</b> Παθ., αυτό που κατεργάζεται, λέγεται για τα όπλα του Αχιλλέα, σε Ομήρ. Ιλ.· η [[σιδηροτεχνία]] ονομάζεται, [[ἔργον]] Ἡφαίστοιο, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> το [[αποτέλεσμα]] της εργασίας, [[ἔργον]] χρημάτων, [[τόκος]] ή [[κέρδος]] σε χρήματα, σε Δημ.<br /><b class="num">IV.</b>οι επόμενες ιδιάζουσες Αττ. φράσεις προκύπτουν από τη [[σημασία]] I:<br /><b class="num">1.</b> [[ἔργον]] [[ἐστί]]: <b>α)</b> με γεν. προσ., η [[ασχολία]] του, η κύρια ενασχόλησή του, το χαρακτηριστικό του [[γνώρισμα]], το [[καθήκον]] του, [[ἔργον]] ἀγαθοῦ πολίτου, σε Πλάτ.· ομοίως, σὸν [[ἔργον]] [[ἐστί]], είναι δική [[σου]] δουλειά, σε Αισχύλ. <b>β)</b> με γεν. πράγμ., υπάρχει [[ανάγκη]], [[χρεία]] κάποιου πράγματος, σε Ευρ. <b>γ)</b> με απαρ., θα ήταν [[πολύ]] δύσκολο [[έργο]] να το εκτελέσει [[κάποιος]], πολὺ [[ἔργον]] ἂν εἴη διεξελθεῖν, σε Ξεν. κ.λπ.· οὐκ [[ἔργον]] θρηνεῖσθαι, δεν χρειάζεται, είναι ανώφελο να θρηνείτε, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> <i>ἔργα παρέχειν τινί</i>, [[δίνω]] βάσανα σε κάποιον, σε Αριστοφ.· [[ἔργον]] ἔχειν, [[αναλαμβάνω]] έγνοιες, [[φροντίζω]], σε Ξεν. | |lsmtext='''ἔργον:''' τό (*[[ἔργω]]), [[εργασία]], σε Όμηρ. κ.λπ.· τὰ [[σαυτῆς]] ἔργα κόμιζε, κοίτα τις δικές [[σου]] ασχολίες, κοίτα τη δουλειά [[σου]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">I. 1.</b> στην Ομήρ. Ιλ., λέγεται [[κυρίως]] για τα πολεμικά κατορθώματα, <i>πολεμήϊα ἔργα</i>· ομοίως και, <i>ἐν τῷ ἔργῳ</i>, κατά τη [[διάρκεια]] της συμπλοκής, σε Θουκ.· <i>ἔργουἔχεσθαι</i>, εμπλέκομαι σε [[μάχη]], στον ίδ. <b>2. α)</b> λέγεται για πολύμοχθες εργασίες, για την [[καλλιέργεια]] χωραφιών, αγροκτημάτων, σε Όμηρ.· [[οὔτε]] [[βοῶν]] οὔτ' [[ἀνδρῶν]] ἔργα (πρβλ. του Βιργ. hominumque boumque labores), σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἔργα Ἰθάκης</i>, οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις, οι αγροί της Ιθάκης, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως στην Αττ., <i>τὰ κατ' ἀγροὺς ἔργα</i> κ.λπ.· [[έπειτα]], γενικά, [[ιδιοκτησία]], [[περιουσία]], [[πλούτος]], κτήματα, [[ἔργον]] ἀέξειν, σε Ομήρ. Οδ. <b>β)</b> λέγεται για γυναικείες εργασίες, ύφανση, [[πλέξιμο]], σε Όμηρ. <b>γ)</b> λέγεται για άλλες ασχολίες, <i>θαλάσσια ἔργα</i>, [[αλιεία]], [[ψάρεμα]], ως [[μέσο]] βιοπορισμού, σε Ομήρ. Οδ.· περιφραστικά, ἔργα [[δαιτός]], ασχολίες γύρω από [[συμπόσιο]], σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, <i>ἔργα θήρας</i> κ.λπ., σε Ξεν. κ.λπ.· στην Αττ. επίσης, λέγεται για όλων των ειδών τις εργασίες, επαγγέλματα, όπως για τα ορυχεία, τα σιδηρουργεία, στον ίδ., Δημ.<br /><b class="num">3.</b> δύσκολη [[εργασία]], [[βαριά]] [[εργασία]], σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, τρομερό, παράτολμο [[κατόρθωμα]] ή [[πράξη]], Λατ. [[facinus]], σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, [[χερμάδιον]] [[λάβε]] Τυδεΐδης, [[μέγα]] [[ἔργον]], με μεγάλο όγκο, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">4.</b> [[πράξη]], [[ενέργεια]], [[συχνά]] αντίθ. προς το [[ἔπος]], [[κατόρθωμα]], [[πράξη]] όχι μόνο [[λόγια]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">II.</b> [[πράγμα]], [[ζήτημα]], [[πᾶν]] [[ἔργον]], σε Ομήρ. Ιλ.· ἄκουε [[τοὔργον]], σε Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">III. 1.</b> Παθ., αυτό που κατεργάζεται, λέγεται για τα όπλα του Αχιλλέα, σε Ομήρ. Ιλ.· η [[σιδηροτεχνία]] ονομάζεται, [[ἔργον]] Ἡφαίστοιο, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> το [[αποτέλεσμα]] της εργασίας, [[ἔργον]] χρημάτων, [[τόκος]] ή [[κέρδος]] σε χρήματα, σε Δημ.<br /><b class="num">IV.</b>οι επόμενες ιδιάζουσες Αττ. φράσεις προκύπτουν από τη [[σημασία]] I:<br /><b class="num">1.</b> [[ἔργον]] [[ἐστί]]: <b>α)</b> με γεν. προσ., η [[ασχολία]] του, η κύρια ενασχόλησή του, το χαρακτηριστικό του [[γνώρισμα]], το [[καθήκον]] του, [[ἔργον]] ἀγαθοῦ πολίτου, σε Πλάτ.· ομοίως, σὸν [[ἔργον]] [[ἐστί]], είναι δική [[σου]] δουλειά, σε Αισχύλ. <b>β)</b> με γεν. πράγμ., υπάρχει [[ανάγκη]], [[χρεία]] κάποιου πράγματος, σε Ευρ. <b>γ)</b> με απαρ., θα ήταν [[πολύ]] δύσκολο [[έργο]] να το εκτελέσει [[κάποιος]], πολὺ [[ἔργον]] ἂν εἴη διεξελθεῖν, σε Ξεν. κ.λπ.· οὐκ [[ἔργον]] θρηνεῖσθαι, δεν χρειάζεται, είναι ανώφελο να θρηνείτε, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> <i>ἔργα παρέχειν τινί</i>, [[δίνω]] βάσανα σε κάποιον, σε Αριστοφ.· [[ἔργον]] ἔχειν, [[αναλαμβάνω]] έγνοιες, [[φροντίζω]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἔργον:''' τό<b class="num">1)</b> дело, труд, работа: ἐπὶ ἔργα τραπεσθαι Hom. приняться за дело, за работу; πλείονος ἔργου ἐστίν Plat. это требует большого труда, это трудно;<br /><b class="num">2)</b> (воз)действие (οἴνου Arst.);<br /><b class="num">3)</b> деятельность, функция (ὀφθαλμοῦ Arst.);<br /><b class="num">4)</b> дело, долг, обязанность (ἀγαθοῦ πολίτου Plat.; τοῦ ἄρχοντος καὶ τῶν ἀρχομένων Arst.; [[ἀνδρῶν]] τόδ᾽ ἐστὶν ἔ. Aesch.): ἔ. ἐστὶ τοῖς πρωτοστάταις θαρρύνειν τοὺς ἑπομένους Xen. обязанностью передовых бойцов является ободрять тех, кто следует (за ними); ἐμὸν τόδ᾽ ἔ. κρῖναι Aesch., рассудить - мое дело;<br /><b class="num">5)</b> надобность, необходимость, нужда: [[ἐνταῦθα]] πολλης φυλακῆς ἔ. (sc. ἐστίν) Plat. здесь нужна большая бдительность; οὐδὲν ἔ. [[ταῦτα]] θρηνεῖσθαι [[μάτην]] Soph. незачем предаваться этим бесплодным жалобам; [[ὥστε]] ἐπέδρης μὴ εἶναι ἔ. τῇ στρατιῇ Her. а потому осада (Милета) с помощью войска была бесполезна; σιωπῆς οὐδὲν ἔ. ἐν κακοῖς Eur. молчанием горю не поможешь; μακρῶν οὐδὲν λόγων [[τόδε]] [[τοὖργον]] Soph. не нужно многих слов;<br /><b class="num">6)</b> забота, хлопоты, беспокойство (δαιτὸς ἔργα Hom.): ἔ. ἔχειν Xen. брать на себя труд, заботиться (насчет чего-л.); ἔ. (ἐστίν) Xen., Arst., Plut.; нелегко, хлопотно, трудно; ἔργα παρέχειν τινί Arph. причинять кому-л. хлопоты;<br /><b class="num">7)</b> дело, деяние, подвиг (ἔργα πολεμήϊα, μάχης Hom. и τὰ στρατιωτικὰ ἔργα Plut.): ἰσχύος τε καὶ τάχους ἔργα Xen. дела, (требующие) силы и быстроты;<br /><b class="num">8)</b> осуществление, выполнение (εἰς ἔ. ἐξαγαγεῖν τὸ [[πρόβλημα]] Plut.): τὸ μὲν [[ἐνθύμημα]] [[χαρίεν]] ἐδόκει εἶναι, τὸ δ᾽ ἔ. [[ἀδύνατον]] Xen. замысел показался остроумным, но выполнение его невозможным; λόγοισιν εἴτ᾽ ἔργσισιν Soph. словами или делами; δυνάμει καὶ ἔργῳ Arst. в возможности и в действительности; χωρεῖν πρὸς ἔ. Soph. приступать к исполнению;<br /><b class="num">9)</b> сражение, битва, бой (ἐν τῷ ἔργῳ Thuc.): ἔργου ἔχεσθαι Thuc. вступать в бой; κρατεῖν ἔ. Pind. выигрывать сражение;<br /><b class="num">10)</b> пашня, нива (πίονα ἔργα Hom.): μινύθειν ἔργα ἀνθρώπων Hom. разорять возделанные людьми поля; οἳ ἀμφὶ Τιταρήσιον ἔργ᾽ ἐνέμοντο Hom. возделывавшие поля по берегам Титаресия;<br /><b class="num">11)</b> владение, достояние (πατρώϊα ἔργα Hom.): ἔ. ἀέξειν Hom. приумножить достояние;<br /><b class="num">12)</b> женская работа, рукоделье (ἀμύμονα ἔργα Hom.): ἔργα ἐργάζεσθαι Hom. заниматься рукодельем;<br /><b class="num">13)</b> ремесло, промысел, занятие: θαλάσσια ἔργα Hom. морской промысел, т. е. мореплавание или рыболовство; ἔργα γάμοιο Hom. брачные дела, устройство браков; ἔργα [[ἀργύρεια]] Xen. серебряные рудники или добывание серебряной руды;<br /><b class="num">14)</b> произведение, творение, изделие (ἔργα γυναικῶν Σιδονίων Hom.; τῶν τεχνιτῶν Arst.): κτεινόμενος [[ὑμέτερον]] ἔ. [[εἰμί]] Plut. если я буду убит, это (будет) дело ваших рук;<br /><b class="num">15)</b> предмет, вещь: [[λώτινον]] ἔ. Theocr. вещь из (древесины) лотоса;<br /><b class="num">16)</b> сооружение, приспособление (ἔργα καὶ μηχαναί Polyb.);<br /><b class="num">17)</b> дело, вопрос, обстоятельство: [[πᾶν]] ἔ. ὑπείκειν τινί Hom. уступать (повиноваться) кому-л. во всем; [[ὅπως]] [[ἔσται]] [[τάδε]] ἔργα Hom. к чему приведут эти дела, т. е. как сложатся обстоятельства; σὺ δ᾽ οῦν ἄκουε [[τοὖργον]] Soph. послушай же, в чем дело; τὰ ἔργα [[τῇς]] παιδείας Arst. вопросы воспитания;<br /><b class="num">18)</b> событие, происшествие, факт ([[μέμνημαι]] [[τόδε]] ἔ. [[ἐγώ]] Hom.);<br /><b class="num">19)</b> прибыль, доход: τὸ [[ἀρχαῖον]] καὶ τὸ ἔ. Dem. капитал и проценты. | |||
}} | }} |