Anonymous

εὐγενής: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐγενής:''' -ές ([[γένος]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που προέρχεται από [[καλή]] [[οικογένεια]], έχει [[καλή]] [[καταγωγή]], ευγενική [[γενιά]], Λατ. [[generosus]], σε Τραγ.· <i>εὐγενές</i> (<i>ἐστι</i>), είναι [[σημάδι]] ευγενείας, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[υψηλόφρων]], [[γενναιόψυχος]], [[μεγαλόψυχος]], σε Σοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για ζώα καλής ράτσας, καθαρόαιμο, ευγενές, γενναίο, σε Θέογν., Αισχύλ. κ.λπ.· λέγεται για [[χώρα]], εύφορη, γόνιμη, σε Πλούτ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για εξωτερική [[μορφή]], [[έξοχος]], [[ευγενικός]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ. <i>-νῶς</i>, μεγαλόψυχα, [[γενναία]], στον ίδ.
|lsmtext='''εὐγενής:''' -ές ([[γένος]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που προέρχεται από [[καλή]] [[οικογένεια]], έχει [[καλή]] [[καταγωγή]], ευγενική [[γενιά]], Λατ. [[generosus]], σε Τραγ.· <i>εὐγενές</i> (<i>ἐστι</i>), είναι [[σημάδι]] ευγενείας, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[υψηλόφρων]], [[γενναιόψυχος]], [[μεγαλόψυχος]], σε Σοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για ζώα καλής ράτσας, καθαρόαιμο, ευγενές, γενναίο, σε Θέογν., Αισχύλ. κ.λπ.· λέγεται για [[χώρα]], εύφορη, γόνιμη, σε Πλούτ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για εξωτερική [[μορφή]], [[έξοχος]], [[ευγενικός]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ. <i>-νῶς</i>, μεγαλόψυχα, [[γενναία]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐγενής:''' эп. [[εὐηγενής]] 2<br /><b class="num">1)</b> славного происхождения, родовитый, знатный ([[ἄνδρες]], [[ῥίζα]], [[δόμος]] Eur.; [[γυνή]] Aesch., Plut.): τὸ ἐστίχθαι εὐγενὲς κέκριται Her. татуировка считается (у фракийцев) признаком знатности;<br /><b class="num">2)</b> благородный, возвышенный ([[φύσις]] Soph.; [[παιδεία]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> хорошей породы, породистый ([[λέων]] Aesch.; [[ἵππος]] Soph.; [[ζῷον]] Arst.; ὄρνιθες Polyb.);<br /><b class="num">4)</b> отличный, плодородный ([[χώρα]] Plut.);<br /><b class="num">5)</b> красивый, прекрасный ([[πρόσωπον]] Eur.).
}}
}}