Anonymous

εὔμυκος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔμῡκος:''' -ον ([[μυκάομαι]]), αυτός που βρυχάται, μουγκρίζει, μουγκανίζει [[δυνατά]], σε Ανθ.
|lsmtext='''εὔμῡκος:''' -ον ([[μυκάομαι]]), αυτός που βρυχάται, μουγκρίζει, μουγκανίζει [[δυνατά]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔμῡκος:''' громко ревущий (βουκόλια Anth.).
}}
}}