Anonymous

εὐψυχέω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐψῡχέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> είμαι [[θαρραλέος]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> προστ. <i>εὐψύχει</i>, «στο καλό», «καλό [[ταξίδι]]», λέγεται για επιτύμβια [[επιγραφή]], σε Ανθ.
|lsmtext='''εὐψῡχέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> είμαι [[θαρραλέος]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> προστ. <i>εὐψύχει</i>, «στο καλό», «καλό [[ταξίδι]]», λέγεται για επιτύμβια [[επιγραφή]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐψῡχέω:''' наслаждаться душевным миром, быть спокойным NT: εὐψύχει! (в надгробиях) Anth. покойся с миром! (лат. [[have]], pia [[anima]]!).
}}
}}