Anonymous

ἐφάπαξ: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐφάπαξ:''' επίρρ.:<br /><b class="num">I.</b> [[άπαξ]] μόνο, μια [[φορά]] μόνο, σε Καινή Διαθήκη κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[αμέσως]], [[παραχρήμα]], την [[ίδια]] την [[στιγμή]] που γίνεται [[λόγος]] για [[κάτι]], [[παρευθύς]], στο ίδ.
|lsmtext='''ἐφάπαξ:''' επίρρ.:<br /><b class="num">I.</b> [[άπαξ]] μόνο, μια [[φορά]] μόνο, σε Καινή Διαθήκη κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[αμέσως]], [[παραχρήμα]], την [[ίδια]] την [[στιγμή]] που γίνεται [[λόγος]] για [[κάτι]], [[παρευθύς]], στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐφάπαξ:''' adv.<br /><b class="num">1)</b> раз навсегда NT;<br /><b class="num">2)</b> сразу, одновременно NT;<br /><b class="num">3)</b> один раз, однажды NT.
}}
}}