Anonymous

θάλαμόνδε: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θάλαμόνδε:''' επίρρ., στο θάλαμο, στην [[κάμαρα]], στην [[κρεβατοκάμαρα]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''θάλαμόνδε:''' επίρρ., στο θάλαμο, στην [[κάμαρα]], στην [[κρεβατοκάμαρα]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''θάλᾰμόνδε:''' (θᾰ) adv. в горницу, в спальню ([[ἴμεναι]] Hom.).
}}
}}