Anonymous

θηλύνω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θηλύνω:''' [ῡ], αόρ. αʹ <i>ἐθήλῡνα</i>· Παθ., αόρ. αʹ <i>ἐθηλύνθην</i>, παρακ. <i>τεθήλυμμαι</i>· ([[θῆλυς]])· κάνω κάποιον θηλυπρεπή, [[εκθηλύνω]], σε Ευρ., Ξεν.· μεταφ., πραΰνω, [[ησυχάζω]], [[μαλακώνω]], [[Ζέφυρος]] [[κῦμα]] θηλύνει, σε Ανθ. Π. Παθ., [[γίνομαι]] [[αδύναμος]] και μάλακος, σε Σοφ.· κάνω την [[κοκέτα]], σε Βίωνα.
|lsmtext='''θηλύνω:''' [ῡ], αόρ. αʹ <i>ἐθήλῡνα</i>· Παθ., αόρ. αʹ <i>ἐθηλύνθην</i>, παρακ. <i>τεθήλυμμαι</i>· ([[θῆλυς]])· κάνω κάποιον θηλυπρεπή, [[εκθηλύνω]], σε Ευρ., Ξεν.· μεταφ., πραΰνω, [[ησυχάζω]], [[μαλακώνω]], [[Ζέφυρος]] [[κῦμα]] θηλύνει, σε Ανθ. Π. Παθ., [[γίνομαι]] [[αδύναμος]] και μάλακος, σε Σοφ.· κάνω την [[κοκέτα]], σε Βίωνα.
}}
{{elru
|elrutext='''θηλύνω:''' (ῡ) (aor. ἐθήλῡνα, pf. τεθήλυγκα; pass.: aor. ἐθηλύνθην, pf. τεθήλυσμαι)<br /><b class="num">1)</b> досл. делать женственным, изнеживать, перен. ослаблять, смягчать ([[Ζέφυρος]] [[κῦμα]] θηλύνει Anth.): τῶν σωμάτων θηλυνομένων Xen. при физической расслабленности; ἐθηλύνθην [[στόμα]] Soph. я смягчил свою речь;<br /><b class="num">2)</b> med. кокетничать (τᾷ μορφᾷ Theocr.).
}}
}}