Anonymous

θράσσω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θράσσω:''' Αττ. [[θράττω]], μέλ. <i>-ξω</i>, απαρ. αορ. αʹ <i>θράξαι</i>·<br /><b class="num">1.</b> συνηρ. αντί [[ταράσσω]], [[ενοχλώ]], [[ταράζω]], [[ανησυχώ]], σε Αισχύλ., Ευρ., Πλάτ., κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[καταστρέφω]], [[αφανίζω]], σε Ανθ. Π.
|lsmtext='''θράσσω:''' Αττ. [[θράττω]], μέλ. <i>-ξω</i>, απαρ. αορ. αʹ <i>θράξαι</i>·<br /><b class="num">1.</b> συνηρ. αντί [[ταράσσω]], [[ενοχλώ]], [[ταράζω]], [[ανησυχώ]], σε Αισχύλ., Ευρ., Πλάτ., κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[καταστρέφω]], [[αφανίζω]], σε Ανθ. Π.
}}
{{elru
|elrutext='''θράσσω:''' атт. [[θράττω]] (ᾱ) (ион. pf. [[τέτρηχα]]; inf. aor. θράξαι или [[θρᾶξαι]]; aor. pass. ἐθράχθην) смущать, тревожить, расстраивать (τινά Plat.; φρένας Aesch.; ὁ ἀθανάτων μὴ θρασσέτω [[φθόνος]] Pind.).
}}
}}