Anonymous

ἱκετεία: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἱκετεία:''' [ῐ], ἡ, = [[ἱκεσία]], [[ικεσία]], [[δέηση]], σε Θουκ.· <i>ἱκετείαν ποιεῖσθαί τινος</i>, [[ικετεύω]] κάποιον, στον ίδ.
|lsmtext='''ἱκετεία:''' [ῐ], ἡ, = [[ἱκεσία]], [[ικεσία]], [[δέηση]], σε Θουκ.· <i>ἱκετείαν ποιεῖσθαί τινος</i>, [[ικετεύω]] κάποιον, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἱκετεία:''' (ῐκ) ἡ (= [[ἱκεσία]]) ходатайство: οἱ Κερκυραῖοι τὴν ἱκετείαν οὐκ ἐδέξαντο Thuc. керкирцы не удовлетворили просьбу (жителей Коринфа); ἐφ᾽ ἱκετείαν τρέπεσθαι Plat. прибегать к просьбам, начать умолять; ἱ. [[θεῶν]] Lys. молитва богам.
}}
}}