Anonymous

κακοδαιμονικός: Difference between revisions

From LSJ
2b
(18)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κακοδαιμονικός]], -ή, -όν (Α) [[κακοδαίμων]]<br />αυτός που προξενεί [[κακοδαιμονία]].
|mltxt=[[κακοδαιμονικός]], -ή, -όν (Α) [[κακοδαίμων]]<br />αυτός που προξενεί [[κακοδαιμονία]].
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰκοδαιμονικός:''' приносящий несчастье, несущий горе (τὸ [[θεῖον]] Sext.; [[χρῆσις]] Diog. L.).
}}
}}