Anonymous

κακόχροος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(6_19)
(2b)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κακόχροος''': -ον, συνῃρ. χρους, -ουν, ἔχων κακὴν χροιάν, Ἱππ. 113D, 521. 12, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 17, 2.
|lstext='''κακόχροος''': -ον, συνῃρ. χρους, -ουν, ἔχων κακὴν χροιάν, Ἱππ. 113D, 521. 12, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 17, 2.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰκόχροος:''' стяж. κακόχρους 2 плохо окрашенный, некрасивого цвета, невзрачный (по окраске) ([[ὄρνις]] Arst.).
}}
}}