3,274,299
edits
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κατασκώπτω:''' μέλ. <i>-σκώψομαι</i>, κάνω αστεία εις [[βάρος]] κάποιου, [[αστειεύομαι]], [[κοροϊδεύω]], σε Ηρόδ. | |lsmtext='''κατασκώπτω:''' μέλ. <i>-σκώψομαι</i>, κάνω αστεία εις [[βάρος]] κάποιου, [[αστειεύομαι]], [[κοροϊδεύω]], σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατασκώπτω:''' (fut. κατασκώψομαι) осмеивать, подвергать осмеянию (τινά Her.). | |||
}} | }} |