Anonymous

κώμη: Difference between revisions

From LSJ
516 bytes added ,  31 December 2018
3
(5)
(3)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κώμη:''' ἡ, = Λατ. [[vicus]], χωριό ή [[κωμόπολη]], αντίθ. προς την περιτειχισμένη [[έννοια]] της πόλης· αρχικά Δωρ. [[λέξη]] = Αττ. [[δῆμος]], σε Ησίοδ., Ηρόδ.· <i>κατοικῆσθαι κατὰ κώμας</i>, ζω σε ξεχωριστά χωριά (όχι σε οχυρωμένες πόλεις), λέγεται για τους Μήδους, σε Ηρόδ.· ομοίως λέγεται για [[χώρα]], <i>κατὰ κώμας οἰκεῖσθαι</i>, έχοντας τον πληθυσμό της κατανεμημένο σε χωριά, σε Θουκ.
|lsmtext='''κώμη:''' ἡ, = Λατ. [[vicus]], χωριό ή [[κωμόπολη]], αντίθ. προς την περιτειχισμένη [[έννοια]] της πόλης· αρχικά Δωρ. [[λέξη]] = Αττ. [[δῆμος]], σε Ησίοδ., Ηρόδ.· <i>κατοικῆσθαι κατὰ κώμας</i>, ζω σε ξεχωριστά χωριά (όχι σε οχυρωμένες πόλεις), λέγεται για τους Μήδους, σε Ηρόδ.· ομοίως λέγεται για [[χώρα]], <i>κατὰ κώμας οἰκεῖσθαι</i>, έχοντας τον πληθυσμό της κατανεμημένο σε χωριά, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''κώμη:''' ἡ [[κεῖμαι]]<br /><b class="num">1)</b> деревня, селение ([[οἰκία]] καὶ κ. καὶ [[πόλις]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> поселок, местечко (φρατρίαι καὶ δῆμοι καὶ κῶμαι Plat.);<br /><b class="num">3)</b> городской район, участок, квартал (διαιρεῖν τὴν μὲν πόλιν κατὰ κώμας, τὴν δὲ χώραν κατὰ δήμους Isocr.).
}}
}}