3,273,724
edits
(5) |
(3) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λῐνοθώρηξ:''' -ηκος, ὁ, ἡ, Αττ. [[λινοθώραξ]], -ᾶκος, αυτός που φοράει λινό θώρακα, σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν. | |lsmtext='''λῐνοθώρηξ:''' -ηκος, ὁ, ἡ, Αττ. [[λινοθώραξ]], -ᾶκος, αυτός που φοράει λινό θώρακα, σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λῐνοθώρηξ:''' ηκος adj. одетый в льняной панцырь Hom., Xen. | |||
}} | }} |