Anonymous

λιτός: Difference between revisions

From LSJ
574 bytes added ,  31 December 2018
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λῐτός:''' -ή, -όν ([[λίτομαι]]), [[λιτανευτικός]], [[ικετευτικός]], σε Πίνδ.<br /><b class="num">• λῐτός:</b> -ή, -όν (βλ. [[λίς]], <i>ἡ</i>)·<br /><b class="num">1.</b> [[λείος]], [[απλός]]· λέγεται για το ύφος, απλό, απέριττο, ακαλλώπιστο, σε Αριστ.· λέγεται για πρόσωπα, [[απλός]], [[λιτός]], σε Πολύβ.· επίρρ., <i>λιτῶς</i>, σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> [[ασήμαντος]], [[ανάξιος]], [[τιποτένιος]], [[μηδαμινός]], στον ίδ.
|lsmtext='''λῐτός:''' -ή, -όν ([[λίτομαι]]), [[λιτανευτικός]], [[ικετευτικός]], σε Πίνδ.<br /><b class="num">• λῐτός:</b> -ή, -όν (βλ. [[λίς]], <i>ἡ</i>)·<br /><b class="num">1.</b> [[λείος]], [[απλός]]· λέγεται για το ύφος, απλό, απέριττο, ακαλλώπιστο, σε Αριστ.· λέγεται για πρόσωπα, [[απλός]], [[λιτός]], σε Πολύβ.· επίρρ., <i>λιτῶς</i>, σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> [[ασήμαντος]], [[ανάξιος]], [[τιποτένιος]], [[μηδαμινός]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''λῑτός:''' <b class="num">1)</b> простой, гладкий ([[χλαμύδιον]] Men.);<br /><b class="num">2)</b> простой, неприхотливый ([[δίαιτα]] Plut.): λ. κατὰ τὴν σίτησιν Polyb. и περὶ δίαιταν Plut. невзыскательный в пище;<br /><b class="num">3)</b> рит. простой, незатейливый ([[λόγος]] Arst.);<br /><b class="num">4)</b> скромный, простой, бедный ([[τάφος]] Anth.; [[πολισμάτιον]] Polyb.).
}}
}}