Anonymous

λίσπος: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λίσπος:''' -η, -ον ([[λίς]], ἡ)·<br /><b class="num">I.</b> [[λείος]], γυαλισμένος, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., <i>λίσπαι</i>, <i>αἱ</i>, κύβοι κομμένοι στα [[δύο]] από φίλους (<i>ξένοι</i>), [[κάθε]] [[ένας]] από τους οποίους κρατάει το μισό σαν [[ανάμνηση]] (<i>σύμβολα</i>), σε Πλάτ.
|lsmtext='''λίσπος:''' -η, -ον ([[λίς]], ἡ)·<br /><b class="num">I.</b> [[λείος]], γυαλισμένος, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., <i>λίσπαι</i>, <i>αἱ</i>, κύβοι κομμένοι στα [[δύο]] από φίλους (<i>ξένοι</i>), [[κάθε]] [[ένας]] από τους οποίους κρατάει το μισό σαν [[ανάμνηση]] (<i>σύμβολα</i>), σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''λίσπος:''' досл. гладкий, перен. отточенный, бойкий ([[γλῶσσα]] Arph.).
}}
}}