Anonymous

λύγξ: Difference between revisions

From LSJ
143 bytes added ,  31 December 2018
3
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λύγξ:''' ἡ, γεν. <i>λυγγός</i> ([[λύζω]])· σπασμωδική [[πάθηση]] του λάρυγγα, [[λόξυγγας]], <i>λύγξκενή</i>, μάταιη [[σύσπαση]] για εμετό, [[χωρίς]] δηλ. να ακολουθήσει [[κένωση]] στομάχου, σε Θουκ.<br /><b class="num">• [[λύγξ]]:</b> ὁ, ἡ, γεν. <i>λυγκός</i>, κάποιο σαρκοφάγο ζώο, σε Ευρ., κ.λπ.
|lsmtext='''λύγξ:''' ἡ, γεν. <i>λυγγός</i> ([[λύζω]])· σπασμωδική [[πάθηση]] του λάρυγγα, [[λόξυγγας]], <i>λύγξκενή</i>, μάταιη [[σύσπαση]] για εμετό, [[χωρίς]] δηλ. να ακολουθήσει [[κένωση]] στομάχου, σε Θουκ.<br /><b class="num">• [[λύγξ]]:</b> ὁ, ἡ, γεν. <i>λυγκός</i>, κάποιο σαρκοφάγο ζώο, σε Ευρ., κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''λύγξ:''' γγός ἡ [[λύζω]] икота Thuc., Plat.<br />γκός ὁ зоол. рысь HH, Xen., Eur. etc.
}}
}}