3,274,399
edits
(6_1) |
(3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μυάω''': (μύω) [[συμπιέζω]] ἢ [[συνάγω]] τὰ χείλη μου εἰς ἔνδειξιν δυσαρεσκείας, τί μοι μυᾶτε; Ἀριστοφ. Λυσ. 126, [[ἔνθα]] ὁ L. Dind. μοιμυᾶτε, - τὸν τύπον τοῦτον μνημονεύουσιν ὁ Ἡσύχ., Φώτ., καὶ [[εἶναι]] διάφ. γραφ. ἐν [[Πολυδ]]. Β΄, 90 (ἀντὶ μοιμυλλᾶν)· οὕτω μοιμύλλω καὶ -άω, [[Πολυδ]]. ἔνθ’ ἀνωτ. καὶ 97, Ἡσύχ., Φώτ., [[ὁπόθεν]] ὁ Meineke διορθοῖ μοιμύλλειν [[ἀντί]] μοι μῦ λαλεῖν παρὰ τῷ Ἱππώνακτι 35. | |lstext='''μυάω''': (μύω) [[συμπιέζω]] ἢ [[συνάγω]] τὰ χείλη μου εἰς ἔνδειξιν δυσαρεσκείας, τί μοι μυᾶτε; Ἀριστοφ. Λυσ. 126, [[ἔνθα]] ὁ L. Dind. μοιμυᾶτε, - τὸν τύπον τοῦτον μνημονεύουσιν ὁ Ἡσύχ., Φώτ., καὶ [[εἶναι]] διάφ. γραφ. ἐν [[Πολυδ]]. Β΄, 90 (ἀντὶ μοιμυλλᾶν)· οὕτω μοιμύλλω καὶ -άω, [[Πολυδ]]. ἔνθ’ ἀνωτ. καὶ 97, Ἡσύχ., Φώτ., [[ὁπόθεν]] ὁ Meineke διορθοῖ μοιμύλλειν [[ἀντί]] μοι μῦ λαλεῖν παρὰ τῷ Ἱππώνακτι 35. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μῡάω:''' кусать губы (с досады) (τί μοι μυᾶτε - v. l. μοιμυᾶτε - κἀνανεύετε; Arph.). | |||
}} | }} |