Anonymous

μυρηρός: Difference between revisions

From LSJ
3
(26)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μυρηρός]], -ά, -όν (Α)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[μύρο]] ή αυτός που χρησιμοποιείται ως [[δοχείο]] μύρου («τῆς μυρηρᾱς ληκύθου», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύρον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηρός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ελαι</i>-<i>ηρός</i>)].
|mltxt=[[μυρηρός]], -ά, -όν (Α)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[μύρο]] ή αυτός που χρησιμοποιείται ως [[δοχείο]] μύρου («τῆς μυρηρᾱς ληκύθου», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύρον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηρός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ελαι</i>-<i>ηρός</i>)].
}}
{{elru
|elrutext='''μῠρηρός:''' содержащий благовония (τεύχεα Aesch.; [[λήκυθος]] Arph.).
}}
}}