Anonymous

νεόδαρτος: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νεόδαρτος:''' -ον ([[δείρω]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που γδάρθηκε πρόσφατα, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> νεογδαρμένο [[δέρμα]] βοδιού, ἐκ νεοδάρτων [[βοῶν]], σε Ξεν.
|lsmtext='''νεόδαρτος:''' -ον ([[δείρω]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που γδάρθηκε πρόσφατα, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> νεογδαρμένο [[δέρμα]] βοδιού, ἐκ νεοδάρτων [[βοῶν]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''νεόδαρτος:''' <b class="num">1)</b> недавно содранный ([[δέρμα]] Hom., Arst.);<br /><b class="num">2)</b> недавно ободранный ([[βοῦς]] Xen.).
}}
}}