Anonymous

ὁδοιπορία: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὁδοιπορία:''' Ιων. -ίη, ἡ, [[ταξίδι]], [[διαδρομή]], [[πεζοπορία]], σε Ηρόδ. κ.λπ.
|lsmtext='''ὁδοιπορία:''' Ιων. -ίη, ἡ, [[ταξίδι]], [[διαδρομή]], [[πεζοπορία]], σε Ηρόδ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὁδοιπορία:''' ион. ὁδοιπορίη ἡ путешествие, поездка, путь: παρὰ τὸν ποταμὸν ὁδοιπορίην ποιεῖσθαι Hom. совершать путь вдоль реки, т. е. берегом; ὁδοιπορίῃσι διαχρᾶσθαι Her. идти сухим путем.
}}
}}