Anonymous

ξανθόθριξ: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ξανθόθριξ:''' ὁ, ἡ, αυτός, αυτή που έχει ξανθές [[τρίχες]], ξανθά μαλλιά, σε Σόλ., Θεόκρ.
|lsmtext='''ξανθόθριξ:''' ὁ, ἡ, αυτός, αυτή που έχει ξανθές [[τρίχες]], ξανθά μαλλιά, σε Σόλ., Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ξανθόθριξ:''' τρῐχος adj. русокудрый, светловолосый (ἄνθρωποι Arst.; [[Μενέλαος]] Theocr.).
}}
}}