3,273,681
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀνομάζω:''' Ιων. [[οὐνομάζω]], παρατ. <i>ὠνόμαζον</i>, Επικ. <i>ὀν-</i>· μέλ. <i>ὀνομάσω</i>, αόρ. αʹ <i>ὠνόμασα</i>, Ιων. <i>οὐν-</i>· παρακ. <i>ὠνόμακα</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>ὠνομάσθην</i>· <i>ὠνόμασμαι</i>· Αιολ. Μέσ. μέλ. <i>ὀνυμάξομαι</i>, και Ενεργ. αόρ. αʹ <i>ὀνύμαξα</i> ([[ὄνομα]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ονομάζω]], [[μιλώ]] ονομαστικά για κάποιον, [[καλώ]] ή απευθύνομαι σε κάποιον με το όνομά του, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, [[ορίζω]], [[κατονομάζω]], συγκεκριμενοποιώ, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II. 1.</b> <i>ὀν. τινά τι</i>, [[καλώ]] κάποιον μ' ένα όνομα, [[αποκαλώ]], σε Ηρόδ., Αττ.· στη Μέσ., <i>παῖδά μ' ὠνομάζετο</i>, μ' αποκαλούσε γιο του, σε Σοφ. — Παθ., [[ὄνομα]] δ' ὠνομάζετο Ἕλενος, στον ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> το [[εἶναι]] [[συχνά]] προστίθεται πλεοναστικά, [[τὰς]] οὐνομάζουσι [[εἶναι]] Ὑπερόχην [[καί]]..., που τα ονόματά τους λέγεται ότι είναι..., σε Ηρόδ.· σοφιστὴν ὀνομάζουσιν τὸν ἄνδρα [[εἶναι]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">III.</b> [[ονομάζω]], [[δίνω]] όνομα εξαιτίας κάποιου πράγματος, ενός γεγονότος..., [[ἐπί]] τινι, σε Ηρόδ. κ.λπ.· <i>ἔκ τινος</i>, σε Σοφ. — Παθ., ἀπὸ [[τούτου]] [[τοῦτο]] οὐνομάζεται, απ' όπου προήλθε αυτό το [[ρητό]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">IV.</b> [[χρησιμοποιώ]] ονόματα ή λέξεις, [[μάλα]] [[σεμνῶς]] ὀνομάζων, σε Δημ. | |lsmtext='''ὀνομάζω:''' Ιων. [[οὐνομάζω]], παρατ. <i>ὠνόμαζον</i>, Επικ. <i>ὀν-</i>· μέλ. <i>ὀνομάσω</i>, αόρ. αʹ <i>ὠνόμασα</i>, Ιων. <i>οὐν-</i>· παρακ. <i>ὠνόμακα</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>ὠνομάσθην</i>· <i>ὠνόμασμαι</i>· Αιολ. Μέσ. μέλ. <i>ὀνυμάξομαι</i>, και Ενεργ. αόρ. αʹ <i>ὀνύμαξα</i> ([[ὄνομα]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ονομάζω]], [[μιλώ]] ονομαστικά για κάποιον, [[καλώ]] ή απευθύνομαι σε κάποιον με το όνομά του, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, [[ορίζω]], [[κατονομάζω]], συγκεκριμενοποιώ, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II. 1.</b> <i>ὀν. τινά τι</i>, [[καλώ]] κάποιον μ' ένα όνομα, [[αποκαλώ]], σε Ηρόδ., Αττ.· στη Μέσ., <i>παῖδά μ' ὠνομάζετο</i>, μ' αποκαλούσε γιο του, σε Σοφ. — Παθ., [[ὄνομα]] δ' ὠνομάζετο Ἕλενος, στον ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> το [[εἶναι]] [[συχνά]] προστίθεται πλεοναστικά, [[τὰς]] οὐνομάζουσι [[εἶναι]] Ὑπερόχην [[καί]]..., που τα ονόματά τους λέγεται ότι είναι..., σε Ηρόδ.· σοφιστὴν ὀνομάζουσιν τὸν ἄνδρα [[εἶναι]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">III.</b> [[ονομάζω]], [[δίνω]] όνομα εξαιτίας κάποιου πράγματος, ενός γεγονότος..., [[ἐπί]] τινι, σε Ηρόδ. κ.λπ.· <i>ἔκ τινος</i>, σε Σοφ. — Παθ., ἀπὸ [[τούτου]] [[τοῦτο]] οὐνομάζεται, απ' όπου προήλθε αυτό το [[ρητό]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">IV.</b> [[χρησιμοποιώ]] ονόματα ή λέξεις, [[μάλα]] [[σεμνῶς]] ὀνομάζων, σε Δημ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀνομάζω:''' ион. [[οὐνομάζω]] эол. ὀνῠμάζω (fut. ὀνομάσω - эол. ὀνῠμάξομαι, aor. ὠνόμασα - ион. οὐνόμασα, эол. ὀνύμαξα)<br /><b class="num">1)</b> именовать, называть (σοφιστήν τινα Plat.): [[πατρόθεν]] ἐκ γενεῆς ὀ. τινά Hom. называть кого-л. по отчеству; τίς ὀνομάζεταί ποθ᾽ οὖτος; Arph. как же его зовут?;<br /><b class="num">2)</b> звать по имени, произносить имя, призывать (Σόλωνα Her.);<br /><b class="num">3)</b> называть, давать имя или название: ὀ. τινὰ παῖδα Soph. назвать кого-л. (своим) сыном; ὀ. τι ἐπί τινι Her., ἔκ τινος Xen. и ἐπί τινος Isocr. назвать кого-л. по чему-л.; ἀπὸ [[τούτου]] μὲν [[τοῦτο]] ὀνομάζεται Her. отсюда и пошла эта поговорка;<br /><b class="num">4)</b> называть по имени, перечислять, предлагать (περικλυτὰ δῶρα Hom.);<br /><b class="num">5)</b> выражать, излагать (λόγοισι οὐ βραχέσι τι Soph.);<br /><b class="num">6)</b> прославиться, стать знаменитым (πρόγονοι ὀνομαζόμενοι Xen.; ὠνομασμένος τὸ [[γένος]] Diod.). | |||
}} | }} |