Anonymous

ὀργή: Difference between revisions

From LSJ
2,189 bytes added ,  1 January 2019
3b
(5)
(3b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀργή:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[φυσική]] [[ροπή]] ή [[κλίση]], [[χαρακτήρας]] κάποιου, [[ιδιοσυγκρασία]], [[προδιάθεση]], [[φύση]], σε Ησίοδ., Θέογν. κ.λπ.· <i>ἀλωπέκων ὀργαῖς ἴκελοι</i>, σε Πίνδ.· <i>ὀργαὶ ἀστυνόμοι</i>, οι διαθέσεις της κοινωνίας, σε Σοφ.· πρὸς τὰ παρόντα [[τὰς]] [[ὀργὰς]] ὁμοιοῦν, σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[πάθος]], [[εμπάθεια]], [[θυμός]], [[οργή]], σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· ὀργῇ [[χάριν]] [[δοῦναι]], σε Σοφ.· <i>ὀργῇ εἴκειν</i>, σε Ευρ.· <i>δι' ὀργῆς ἔχειν τινά</i>, σε Θουκ.· <i>ἐν ὀργῇ ἔχειν</i> ή <i>ποιεῖσθαί τινα</i>, στον ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> επιρρ. χρήσεις, <i>ὀργῇ</i>, με θυμό, σε [[κατάσταση]] θυμού, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως, <i>δι' ὀργῆς</i>, <i>ἐξ ὀργῆς</i>, <i>κατ' ὀργήν</i>, σε Σοφ.· <i>μετ' ὀργῆς</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> <i>Πανὸς ὀργαί</i>, κρίσεις πανικού (δηλ. έντονες φοβίες σταλμένες από τον Πάνα), σε Ευρ.· [[αλλά]], [[ὀργή]] τινος, [[οργή]] [[εναντίον]] κάποιου ή προς [[κάτι]], σε Σοφ.· ἱερῶν [[ὀργάς]], [[οργή]] [[έναντι]] ή εξαιτίας των ιερών τελετουργιών, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ὀργή:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[φυσική]] [[ροπή]] ή [[κλίση]], [[χαρακτήρας]] κάποιου, [[ιδιοσυγκρασία]], [[προδιάθεση]], [[φύση]], σε Ησίοδ., Θέογν. κ.λπ.· <i>ἀλωπέκων ὀργαῖς ἴκελοι</i>, σε Πίνδ.· <i>ὀργαὶ ἀστυνόμοι</i>, οι διαθέσεις της κοινωνίας, σε Σοφ.· πρὸς τὰ παρόντα [[τὰς]] [[ὀργὰς]] ὁμοιοῦν, σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[πάθος]], [[εμπάθεια]], [[θυμός]], [[οργή]], σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· ὀργῇ [[χάριν]] [[δοῦναι]], σε Σοφ.· <i>ὀργῇ εἴκειν</i>, σε Ευρ.· <i>δι' ὀργῆς ἔχειν τινά</i>, σε Θουκ.· <i>ἐν ὀργῇ ἔχειν</i> ή <i>ποιεῖσθαί τινα</i>, στον ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> επιρρ. χρήσεις, <i>ὀργῇ</i>, με θυμό, σε [[κατάσταση]] θυμού, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως, <i>δι' ὀργῆς</i>, <i>ἐξ ὀργῆς</i>, <i>κατ' ὀργήν</i>, σε Σοφ.· <i>μετ' ὀργῆς</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> <i>Πανὸς ὀργαί</i>, κρίσεις πανικού (δηλ. έντονες φοβίες σταλμένες από τον Πάνα), σε Ευρ.· [[αλλά]], [[ὀργή]] τινος, [[οργή]] [[εναντίον]] κάποιου ή προς [[κάτι]], σε Σοφ.· ἱερῶν [[ὀργάς]], [[οργή]] [[έναντι]] ή εξαιτίας των ιερών τελετουργιών, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀργή:''' дор. [[ὀργά]] (ᾱ) ἡ тж. pl.<br /><b class="num">1)</b> склонность, влечение, нрав, натура, характер ([[μείλιχος]] Pind.; [[ἀτέραμνος]] Aesch.; χαλεπή Thuc.): διαπειρᾶσθαι τῆς ὀργῆς τινος Her. подвергать испытанию чей-л. характер; ὀ. νοσοῦσα Aesch. мятущаяся душа; ἀστυνόμοι ὀργαί Soph. общественные склонности, гражданственность; ὀργὴν [[ἄκρος]] Her. пылкого нрава, вспыльчивый; σύντροφοι ὀργαί Soph. природные наклонности; [[ὀργὰς]] ἐπιφέρειν τινί Thuc. угождать кому-л.;<br /><b class="num">2)</b> раздражение, гнев, злоба ([[ἡμέρα]] τῆς ὀργῆς NT): ὀργὴν ποιεῖσθαί τινι Thuc., ἐν ὀργῇ ποιεῖσθαι (или ἔχειν) τινά Dem.; δι᾽ ὀργῆς ἔχειν τινά Thuc. или ὀργὴν ἔχειν πρός τινα Isocr. и εἴς τινα Soph. быть в гневе, сердиться, негодовать на кого-л.; ὀργὴν или [[ὀργὰς]] ἐμποιεῖν τινι Plat. возбуждать чей-л. гнев, раздражать кого-л.; ὀργῇ Soph., δι᾽ ὀργήν Aesch., δι᾽ ὀργῆς Thuc., ἐξ ὀργῆς или πρὸς и κατ᾽ ὀργήν Soph., μετ᾽ ὀργῆς Plat., [[μετὰ]] τῆς ὀργῆς Dem., ὀργῆς [[ὕπο]] и ὀργῆς [[χάριν]] Eur. в гневе, в злобе, в раздражении; δι᾽ ἑτέραν ὀργήν Lys. вследствие гнева на кого-нибудь; ἀδικημάτων ὀ. Lys. раздражение за (причиненные) обиды; οὐ [[μόνον]] διὰ τὴν ὀργήν, ἀλλὰ καὶ διὰ τὴν συνείδησιν NT не только за страх (точнее из-за страха перед гневом), но и за совесть.
}}
}}