Anonymous

ὁμιλητός: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὁμῑλητός:''' -ή, -όν ([[ὁμιλέω]]), αυτός τον οποίο μπορεί να συναναστραφεί [[κάποιος]], οὐχ [[ὁμιλητός]], [[απρόσιτος]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ὁμῑλητός:''' -ή, -όν ([[ὁμιλέω]]), αυτός τον οποίο μπορεί να συναναστραφεί [[κάποιος]], οὐχ [[ὁμιλητός]], [[απρόσιτος]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὁμῑλητός:''' общительный, доступный: οὐχ ὁμιλητὸν [[θράσος]] Aesch. невыносимое высокомерие.
}}
}}