Anonymous

περιβάλλω: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 39: Line 39:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περιβάλλω:''' μέλ. <i>-βᾰλῶ</i>, αόρ. βʹ <i>-έβᾰλον</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ρίχνω]] [[ολόγυρα]], περὶ [[χαῖρε]] βαλών, έχοντας βάλει τα χέρια του [[ολόγυρα]] του, σε Ομήρ. Οδ.· [[χέρας]] [[περιβάλλω]] τινί, σε Ευρ.· <i>περὶ δι' ὠλένας δέρᾳ βάλοιμι</i>, στον ίδ.· [[περιβάλλω]] τινὶ [[δεσμά]], σε Αισχύλ.· [[περιβάλλω]], ναῦν περὶ [[ἕρμα]], [[προσαράζω]] σε ξέρα, σε Θουκ. — Μέσ., [[βάζω]] [[κάτι]] [[επάνω]] μου, φορώ, με αιτ. πράγμ., <i>τεύχεα περιβαλλόμενοι</i>, φόρεσαν τα όπλα τους, σε Ομήρ. Οδ.· [[περιβάλλω]] [[ἔρυμα]], [[ἕρκος]], <i>τείχεα</i>, [[περιβάλλω]] κάποιον για να τον υπερασπίσω, [[περιτειχίζω]], σε Ηρόδ.· με [[διπλή]] αιτ., [[τεῖχος]] περιβάλλεσθαι πόλιν, [[χτίζω]] [[τείχος]] γύρω της, στον ίδ.· σε Παθ. παρακ., έχω τοποθετήσει ένα [[πράγμα]] γύρω από κάποιον, σε Πλάτ.· περιβεβλημένος το [[τεῖχος]], έχει το [[τείχος]] γύρω του, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[τοποθετώ]] [[κάτι]] γύρω από ένα [[πρόσωπο]], δηλ. τον [[περιβάλλω]] μ' αυτό, [[περιβάλλω]] τινὶ βασιληΐην, <i>[[τυραννίδα]]</i>, στον ίδ., Ευρ.· <i>δουλείαν Μυκήναις</i>, σε Ευρ.· [[περιβάλλω]] ἀνανδρίαν τινί, δηλ. κάνω κάποιον άτολμο, δειλό, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> αντιστρόφως με δοτ. πράγμ., [[περιβάλλω]], [[περιστοιχίζω]], [[περιτριγυρίζω]], <i>περιβάλλειν βρόχῳ τὸν αὐχένα</i>, στον ίδ.· μεταφ., [[περιβάλλω]] τινὰ [[χερσί]], [[εναγκαλίζομαι]], στον ίδ.· μεταφ., [[περιβάλλω]] τινὰ συμφοραῖς, <i>κακοῖς</i>, [[εμπλέκω]] κάποιον σε συμφορές, δυστυχίες κ.λπ., στον ίδ.· ομοίως στη Μέσ., [[περικλείω]] ή [[περιβάλλω]] για την υπεράσπισή μου, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[περιβάλλω]] τινὰ χαλκεύματι, [[περιβάλλω]] κάποιον με το [[ξίφος]] μου, δηλ. τον [[διαπερνώ]] με αυτό, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">III. 1.</b> με αιτ. μόνο, [[περικυκλώνω]], [[περικλείω]], περιβάλλει με [[σκότος]], σε Ευρ.· [[περιβάλλω]] τινά, [[αγκαλιάζω]] αυτόν, σε Ξεν.· [[αλλά]] επίσης και [[ενδύω]], [[ντύνω]], σε Καινή Διαθήκη — Παθ., <i>τὸ περιβεβλημένον</i>, [[περίβολος]], [[περίφρακτος]] [[χώρος]], σε Ηρόδ. — Μέσ. <i>ἤλαυνον περιβαλλόμενοι</i> (<i>τὰ ὑποζύγια</i>), περιτριγυρίζοντας, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[φέρνω]] την [[πυξίδα]] γύρω-γύρω, [[αναστρέφω]], με αιτ., ἵπποι περὶ [[τέρμα]] βαλοῦσαι, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για πλοία, [[περιβάλλω]] τὸν Ἄθων, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[συχνάζω]], [[αγαπώ]] ένα [[μέρος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">IV. 1.</b> Μέσ., [[προσπαθώ]] να κερδίσω προς όφελός μου, [[στοχεύω]], Λατ. affectare, [[καθώς]] λέμε «[[μηχανεύομαι]]» ένα [[πράγμα]], [[περιβάλλω]] ἑωυτῷ κέρδεα, σε Ηρόδ.· σωφροσύνης [[δόξαν]] [[περιβάλλω]], σε Ξεν.· Παθ. παρακ., έχω την [[κατοχή]] ενός πράγματος, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[καλύπτω]] ή [[σκεπάζω]] με [[λόγια]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">V.</b> [[υπερβάλλω]], και [[επομένως]] γενικά, [[υπερέχω]], [[υπερβαίνω]], <i>μνηστῆρας δώροισι</i>, σε Ομήρ. Οδ.· [[απλώς]], [[περιβάλλω]] ἀρετῇ, [[υπερέχω]] στην [[αρετή]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''περιβάλλω:''' μέλ. <i>-βᾰλῶ</i>, αόρ. βʹ <i>-έβᾰλον</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ρίχνω]] [[ολόγυρα]], περὶ [[χαῖρε]] βαλών, έχοντας βάλει τα χέρια του [[ολόγυρα]] του, σε Ομήρ. Οδ.· [[χέρας]] [[περιβάλλω]] τινί, σε Ευρ.· <i>περὶ δι' ὠλένας δέρᾳ βάλοιμι</i>, στον ίδ.· [[περιβάλλω]] τινὶ [[δεσμά]], σε Αισχύλ.· [[περιβάλλω]], ναῦν περὶ [[ἕρμα]], [[προσαράζω]] σε ξέρα, σε Θουκ. — Μέσ., [[βάζω]] [[κάτι]] [[επάνω]] μου, φορώ, με αιτ. πράγμ., <i>τεύχεα περιβαλλόμενοι</i>, φόρεσαν τα όπλα τους, σε Ομήρ. Οδ.· [[περιβάλλω]] [[ἔρυμα]], [[ἕρκος]], <i>τείχεα</i>, [[περιβάλλω]] κάποιον για να τον υπερασπίσω, [[περιτειχίζω]], σε Ηρόδ.· με [[διπλή]] αιτ., [[τεῖχος]] περιβάλλεσθαι πόλιν, [[χτίζω]] [[τείχος]] γύρω της, στον ίδ.· σε Παθ. παρακ., έχω τοποθετήσει ένα [[πράγμα]] γύρω από κάποιον, σε Πλάτ.· περιβεβλημένος το [[τεῖχος]], έχει το [[τείχος]] γύρω του, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[τοποθετώ]] [[κάτι]] γύρω από ένα [[πρόσωπο]], δηλ. τον [[περιβάλλω]] μ' αυτό, [[περιβάλλω]] τινὶ βασιληΐην, <i>[[τυραννίδα]]</i>, στον ίδ., Ευρ.· <i>δουλείαν Μυκήναις</i>, σε Ευρ.· [[περιβάλλω]] ἀνανδρίαν τινί, δηλ. κάνω κάποιον άτολμο, δειλό, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> αντιστρόφως με δοτ. πράγμ., [[περιβάλλω]], [[περιστοιχίζω]], [[περιτριγυρίζω]], <i>περιβάλλειν βρόχῳ τὸν αὐχένα</i>, στον ίδ.· μεταφ., [[περιβάλλω]] τινὰ [[χερσί]], [[εναγκαλίζομαι]], στον ίδ.· μεταφ., [[περιβάλλω]] τινὰ συμφοραῖς, <i>κακοῖς</i>, [[εμπλέκω]] κάποιον σε συμφορές, δυστυχίες κ.λπ., στον ίδ.· ομοίως στη Μέσ., [[περικλείω]] ή [[περιβάλλω]] για την υπεράσπισή μου, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[περιβάλλω]] τινὰ χαλκεύματι, [[περιβάλλω]] κάποιον με το [[ξίφος]] μου, δηλ. τον [[διαπερνώ]] με αυτό, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">III. 1.</b> με αιτ. μόνο, [[περικυκλώνω]], [[περικλείω]], περιβάλλει με [[σκότος]], σε Ευρ.· [[περιβάλλω]] τινά, [[αγκαλιάζω]] αυτόν, σε Ξεν.· [[αλλά]] επίσης και [[ενδύω]], [[ντύνω]], σε Καινή Διαθήκη — Παθ., <i>τὸ περιβεβλημένον</i>, [[περίβολος]], [[περίφρακτος]] [[χώρος]], σε Ηρόδ. — Μέσ. <i>ἤλαυνον περιβαλλόμενοι</i> (<i>τὰ ὑποζύγια</i>), περιτριγυρίζοντας, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[φέρνω]] την [[πυξίδα]] γύρω-γύρω, [[αναστρέφω]], με αιτ., ἵπποι περὶ [[τέρμα]] βαλοῦσαι, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για πλοία, [[περιβάλλω]] τὸν Ἄθων, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[συχνάζω]], [[αγαπώ]] ένα [[μέρος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">IV. 1.</b> Μέσ., [[προσπαθώ]] να κερδίσω προς όφελός μου, [[στοχεύω]], Λατ. affectare, [[καθώς]] λέμε «[[μηχανεύομαι]]» ένα [[πράγμα]], [[περιβάλλω]] ἑωυτῷ κέρδεα, σε Ηρόδ.· σωφροσύνης [[δόξαν]] [[περιβάλλω]], σε Ξεν.· Παθ. παρακ., έχω την [[κατοχή]] ενός πράγματος, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[καλύπτω]] ή [[σκεπάζω]] με [[λόγια]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">V.</b> [[υπερβάλλω]], και [[επομένως]] γενικά, [[υπερέχω]], [[υπερβαίνω]], <i>μνηστῆρας δώροισι</i>, σε Ομήρ. Οδ.· [[απλώς]], [[περιβάλλω]] ἀρετῇ, [[υπερέχω]] στην [[αρετή]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''περιβάλλω:''' (fut. περιβᾰλῶ, aor. περιέβᾰλον; эп. impf. περίβαλλον; ион. 3 л. ppf. pass. περιεβεβλήατο = περιεβέβληντο)<br /><b class="num">1)</b> закидывать, накидывать, набрасывать ([[πεῖσμα]] Hom.): π. στέρνα πρὸς στέρνα τινός Eur. прижаться грудью к чьей-л. груди; med. накидывать на себя (χλανίδα περιβαλλόμενος Her.; [[περιβεβλημένος]] σινδόνα NT);<br /><b class="num">2)</b> надевать ([[ζευκτήριον]] Τροίᾳ Aesch.): περιβαλλόμενοι τεύχεα Hom. с надетым на себя оружием, вооруженные;<br /><b class="num">3)</b> одевать (τινὰ γυμνόν NT); pass. одеваться (ἐν ἱματίοις λευκοῖς NT);<br /><b class="num">4)</b> запрокидывать: π. χεῖράς τινι Eur., Plat. обвивать кого-л. руками (ср. 8);<br /><b class="num">5)</b> строить вокруг, возводить кругом ([[τεῖχος]] Πελοποννήσῳ Arst. и τῷ λιμένι Polyb.; χάρακά τινι NT; med. τείχη Thuc. и [[τεῖχος]] τὴν πόλιν Her.): ταῖς πόλεσιν ἐρύματα περιβάλλεσθαι Xen. возводить укрепления вокруг городов;<br /><b class="num">6)</b> внушать (ἀνανδρίαν τινί Eur.);<br /><b class="num">7)</b> оказывать, давать (τὸ ἀγαθόν τινι Her.): π. σωτηρίαν τινί Eur. спасать кого-л.;<br /><b class="num">8)</b> опутывать, захватывать: περιβαλεῖν [[πλῆθος]] τῶν ἰχθύων Her. поймать множество рыб(ы); περιβαλέσθαι τὴν πόλιν Her. захватить город; π. τινὰ πέδαις Aesch. наложить на кого-л. оковы; π. τὸν αὐχένα βρόχῳ Her. обвивать шею петлей; π. τινὰ [[χερσί]] Eur. (ср. 4) обнимать кого-л.; [[σκότος]] περιβάλλει τινά Eur. тьма окутывает кого-л.; περιβάλλεσθαι σωφροσύνης [[δόξαν]] Xen. стяжать себе репутацию благоразумного человека;<br /><b class="num">9)</b> обнимать (ἀλλήλους Xen.);<br /><b class="num">10)</b> окружать, брать в кольцо (τοὺς πολεμίους Plat.): περιβάλλεσθαί τινι πτεροφόρον [[δέμας]] Aesch. окружать пернатым телом, т. е. превращать в птицу кого-л.; περιβάλλεσθαι [[μεῖζον]] [[χωρίον]] Xen. окружать большую площадь; ἐν τῷ περιβεβλημένῳ Her. в огороженном месте, внутри ограды;<br /><b class="num">11)</b> возлагать (τυραννίδα τινί Eur.);<br /><b class="num">12)</b> налагать (τινὶ δουλείαν Eur.);<br /><b class="num">13)</b> поражать (τινὰ χαλκεύματι Aesch.; τινὰ κακῷ Eur.): π. τινὰ φυγῇ Plut. карать кого-л. изгнанием; π. τινὰ ὀνείδει Dem. покрывать кого-л. позором;<br /><b class="num">14)</b> бросать, устремлять: π. περὶ [[ἕρμα]] τὴν ναῦν Thuc. налететь с кораблем на скалу;<br /><b class="num">15)</b> огибать, объезжать (τὸν Ἄθων Her.; [[Σούνιον]] Thuc.);<br /><b class="num">16)</b> превосходить (τινά τινι Hom.): ἀρετῇ π. Hom. отличаться высокими качествами, быть превосходным;<br /><b class="num">17)</b> часто посещать (τόπους Xen.);<br /><b class="num">18)</b> med. перен. охватывать (τῇ διανοίᾳ τι Isocr.; ξυμπάντα τὰ οἰκεῖα Plat.);<br /><b class="num">19)</b> med. пускаться в рассуждения: μακρὰν περιβαλλόμενοι Plat. пространно разглагольствуя; [[κομψῶς]] [[κύκλῳ]] π. Plat. ловко кружиться вокруг да около.
}}
}}