Anonymous

πιλητικός: Difference between revisions

From LSJ
3b
(32)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[πιλητός]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[πίληση]]<br /><b>2.</b> (για το [[ψύχος]]) [[εκείνος]] που προκαλεί [[συμπύκνωση]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ πιλητική</i><br />η [[τέχνη]] του πιλητή.
|mltxt=-ή, -όν, Α [[πιλητός]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[πίληση]]<br /><b>2.</b> (για το [[ψύχος]]) [[εκείνος]] που προκαλεί [[συμπύκνωση]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ πιλητική</i><br />η [[τέχνη]] του πιλητή.
}}
{{elru
|elrutext='''πῑλητικός:''' сжимающий, уплотняющий (τὸ [[ψῦχος]] Arst.).
}}
}}