3,274,408
edits
(6) |
(4) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πολύς:''' πολλή, [[πολύ]], γεν. [[πολλοῦ]], <i>-ῆς</i>, <i>-οῦ</i>, δοτ. <i>πολλῷ</i>, <i>-ῇ</i>, <i>-ῷ</i>· αιτ. <i>πολύν</i>, <i>πολλήν</i>, [[πολύ]]· Ιων. ονομ. [[πολλός]], <i>-ή</i>, <i>-όν</i>, αιτ. <i>πολλόν</i>, <i>-ήν</i>, <i>-όν</i>· η Ιων. [[κλίση]] αυτή διατηρήθηκε στην Αττ. σε όλες τις πτώσεις, [[εκτός]] από την ονομ. και αιτ. πληθ. και ουδ. Ο Όμηρ. χρησιμ. από κοινού Ιων. και Αττ. τύπους. Ιδιαίτεροι επικοί τύποι· [[πουλύς]], <i>-ύ</i>, γεν. <i>πόλεος</i>, πληθ. ονομ. [[πολέες]], <i>πολεῖς</i>, γεν. [[πολέων]], δοτ. <i>πόλεσι</i>, <i>πολέσσι</i>, <i>πολέεσι</i>, αιτ. <i>πολέας</i>.<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για αριθμό, πολλοί, αντίθ. προς το [[ὀλίγος]], σε Όμηρ. κ.λπ.· με ονόματα που δηλώνουν [[πλήθος]], [[πουλύς]], [[ὅμιλος]], σε Ομήρ. Οδ.· πολλὸν [[πλῆθος]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· επίσης λέγεται για οτιδήποτε επαναλαμβάνεται [[συχνά]], πολλὸν ἦν [[τοῦτο]] τὸ [[ἔπος]], στον ίδ.· <i>πολλὸς αἰνεόμενος</i>, στον ίδ.· [[τούτῳ]] πολλῷ χρήσεται τῷ λόγῳ, [[συχνά]] σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για [[μέγεθος]], βαθμό, [[δύναμη]], [[πολύς]], [[μεγάλος]], [[ισχυρός]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· πολὺς [[ὕπνος]], ο [[βαθύς]] ύπνος, σε Ομήρ. Οδ.· πολὺς [[ὑμέναιος]], το [[τραγούδι]] [[μεγάλης]] διάρκειας και έντασης σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· [[σπανίως]] λέγεται για ένα μόνο [[πρόσωπο]], [[μέγας]] καὶ πολλὸς ἐγένεο, σε Ηρόδ.· ἢν [[πολλῇ]] ῥυῇ, εάν ρεύσει με την πλήρη ροή, μεταφ. λέγεται για [[ποτάμι]], σε Ευρ.· <i>πολλῷ ῥέοντι</i>, σε Δημ.· λέγεται για τον άνεμο, <i>πολὺς ἔπνει</i>, φυσούσε [[δυνατά]], στον ίδ.· [[συχνά]] με μτχ., <i>πολλὸς ἦνλισσόμενος</i>, ήταν όλος παρακάλια, Λατ. [[multus]] erat in precan do, σε Ηρόδ.· ομοίως, <i>πολὺς ἦν ἐν τοῖσι λόγοισι</i>, στον ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για την αξία ή [[σπουδαιότητα]] ενός πράγματος, [[πολέος]] ή [[πολλοῦ]] [[ἄξιος]], σε Όμηρ.· [[πολλοῦ]] και περὶ [[πολλοῦ]] ποιεῖσθαί τι, Λατ. [[magni]] facere, πρβλ. περὶ Α. IV <i>ἐπὶ πολλῷ</i>, σε [[μεγάλη]] [[τιμή]], σε Δημ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για χώρο, [[μεγάλος]], [[μακρύς]], [[εκτεταμένος]], πολλὴ [[χώρη]], [[πεδίον]], σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. κ.λπ.· [[πόντος]], [[πέλαγος]], σε Ησίοδ. κ.λπ.· <i>πολλὸς ἔκειτο</i>, ξάπλωσε καταλαμβάνοντας [[μεγάλη]] [[έκταση]], σε Ομήρ. Ιλ.· πολλὴ [[κέλευθος]], [[μακρύς]] [[δρόμος]], σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">5.</b> λέγεται για χρόνο, [[μακρύς]], <i>πολὺν χρόνον</i>, σε Όμηρ. κ.λπ.· [[πολλοῦ]] χρόνου, σε Αριστοφ.· ἐκ [[πολλοῦ]], σε Θουκ.· [[ἔτι]] πολλῆς νυκτός, Λατ. [[multa]] [[nocte]], ενώ ήταν [[ακόμα]] [[μεγάλη]] η [[διάρκεια]] της νύχτας, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> Ειδικότερες χρήσεις·<br /><b class="num">1.</b> επιμεριστικό με γεν., π.χ. <i>πολλοὶ Τρώων</i> αντί πολλοὶ [[Τρῶες]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>πολλὸν σαρκός</i> αντί πολλὴ [[σάρξ]], σε Ομήρ. Οδ.· στον πεζό λόγο, το επίθ. γενικά παίρνει το [[γένος]] της γενικής, <i>τῆς γῆς οὐ πολλήν</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> μαζί με [[άλλο]] επίθ. μέσω του [[καί]], [[πολέες]] τε καὶ ἐσθλοί, πολλοί και καλοί άνδρες, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>πολλὰ καὶ πονηρά</i>, σε Ξεν.· [[μεγάλα]] καὶ [[πολλά]], σε Δημ. <b>3. α)</b> με το [[άρθρο]], λέγεται για πρόσωπα και πράγματα [[πολύ]] γνωστά, Ἑλένα [[μία]] [[τὰς]] πολλὰς ψυχὰς ὀλέσασ', εκείνες τις πολλές ψυχές, σε Αισχύλ.· ὡς ὁ πολλὸς [[λόγος]], η [[κοινή]] [[φήμη]], σε Ηρόδ.· [[ιδίως]], <i>οἱ πολλοί</i>, οι πολλοί, δηλ. ο μεγαλύτερος [[αριθμός]], οι περισσότεροι, σε Θουκ.· απ' όπου, όπως το [[πλῆθος]], οι άνθρωποι, το κοινό, στον ίδ.· εἰς [[τῶν]] πολλῶν, [[ένας]] από το κοινό [[πλήθος]], σε Δημ. <b>β)</b> τὸ [[πολύ]] με γεν., <i>τῆς στρατιῆς τὸ πολλόν</i>, σε Ηρόδ.· [[τῶν]] λογάδων τὸ [[πολύ]], σε Θουκ.· [[αλλά]] επίσης, ὁ στρατὸς ὁ [[πολλός]], σε Ηρόδ. <b>γ)</b> τὰ [[πολλά]], τα περισσότερα, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> ο πληθ. [[πολλά]] χρησιμοποιείται με ρήματα με [[σημασία]] του [[πάρα]] [[πολύ]], εξαιρετικά [[πολύ]], <i>πολλὰπράσσειν = πολυπραγμονεῖν</i>, σε Ευρ., Αριστοφ.· <i>πολλὰ ἔρξαι τινά</i>, κάνω σε κάποιον μεγάλο [[κακό]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">5.</b> <i>πολλάς</i>, με ρήματα που σημαίνουν [[πλήγμα]], [[χτύπημα]], το ουσ. [[πληγάς]] παραλείπεται, βλ. [[πληγή]] I.<br /><b class="num">III. 1.</b> επιρρ. χρήσεις· <b>α)</b> ουδ. [[πολύ]] (Ιων. <i>πολλόν</i>), [[πολλά]], [[πάρα]] [[πολύ]], [[πολύ]], σε Όμηρ. κ.λπ.· [[μάχα]] [[πολλά]], στο ίδ.· [[πάνυ]] [[πολύ]], σε Πλάτ.· επίσης χρησιμοποιείται με τη [[σημασία]] της συχνής επανάληψης, πολλές φορές, [[πολλάκις]], [[συχνά]], [[πολύ]], σε Όμηρ. κ.λπ.· επίσης με [[άρθρο]], τὸ [[πολύ]] για το μεγαλύτερο [[μέρος]], σε Πλάτ.· ὡς τὸ [[πολύ]], σε Ξεν.· ομοίως, τὰ [[πολλά]], ὡς τὰ [[πολλά]], σε Θουκ. <b>β)</b> λέγεται για βαθμό, [[πολύ]], [[πάρα]] [[πολύ]], σε Ηρόδ.· ομοίως απόλ. γεν., [[πολλοῦ]], [[πολύ]], θρασὺς εἶ [[πολλοῦ]], σε Αριστοφ.· [[πολλοῦ]] [[πολύς]], [[πολλοῦ]] πολλῆ, [[πολλοῦ]] [[πολύ]], [[πάρα]] [[πολύ]], στον ίδ. <b>γ)</b> λέγεται για [[διάστημα]], η [[μεγάλη]] [[απόσταση]], [[πολύ]] [[μακριά]], <i>οὐπολλόν</i>, σε Ηρόδ. κ.λπ. <b>δ)</b> λέγεται για χρόνο, [[μακρύς]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[πολύ]] [[συχνά]] μαζί με επίθ. και επίρρ., <b>α)</b> με συγκρ. για να επιτείνει τη συγκρ. [[δύναμη]], πολὺ [[κάλλιον]], [[μεῖζον]], πολλὸν [[ἀμείνων]], <i>παυρότεροι</i>, [[πολύ]], [[μακράν]] πιο όμορφοι κ.λπ., σε Όμηρ. κ.λπ.· ομοίως, δοτ. <i>πολλῷ</i>, [[πολύ]], σε Ηρόδ. κ.λπ. <b>β)</b> με υπερθ., πολὺ [[πρῶτος]], πολλὸν [[ἄριστος]], [[μακράν]] ο [[πρώτος]] κ.λπ., σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· επίσης, <i>πολλῷ πλεῖστοι</i>, σε Ηρόδ. <b>γ)</b> στην Αττ. με θετικό βαθμό, ὦπολλὰ μὲν [[τάλαινα]], <i>πολλὰ δ' αὖ σοφή</i>, σε Αισχύλ. IV. με πρόθ.,<br /><b class="num">1.</b> διὰ [[πολλοῦ]], σε [[μεγάλη]] [[απόσταση]], βλ. διὰ Α. II. 2.<br /><b class="num">2.</b> ἐκ [[πολλοῦ]], από [[μεγάλη]] [[απόσταση]], σε Θουκ.· για μεγάλο [[χρονικό]] [[διάστημα]], βλ. ἐκ II. 1.<br /><b class="num">3.</b> ἐπὶ [[πολύ]], <b>α)</b> για μεγάλο [[διάστημα]], [[μακριά]], <i>οὐκ ἐπὶ πολλόν</i>, σε Ηρόδ. <b>β)</b> για μακρύ χρόνο, για [[πολύ]], σε Θουκ. <b>γ)</b> σε [[μεγάλη]] [[έκταση]], <i>ὡς ἐπὶ πλεῖστον</i>, [[πολύ]] γενικά, σε Θουκ.· <i>ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον</i>, για το μεγαλύτερο [[μέρος]], στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> παρὰ [[πολύ]], κατά [[πολύ]], βλ. [[παρά]] Γ. 1. 5. 5. περὶ [[πολλοῦ]], βλ. ανωτ. I. 3.<br /><b class="num">V.</b> συγκρ. [[πλείων]], [[πλέων]]· υπερθ. [[πλεῖστος]], βλ. αυτ. | |lsmtext='''πολύς:''' πολλή, [[πολύ]], γεν. [[πολλοῦ]], <i>-ῆς</i>, <i>-οῦ</i>, δοτ. <i>πολλῷ</i>, <i>-ῇ</i>, <i>-ῷ</i>· αιτ. <i>πολύν</i>, <i>πολλήν</i>, [[πολύ]]· Ιων. ονομ. [[πολλός]], <i>-ή</i>, <i>-όν</i>, αιτ. <i>πολλόν</i>, <i>-ήν</i>, <i>-όν</i>· η Ιων. [[κλίση]] αυτή διατηρήθηκε στην Αττ. σε όλες τις πτώσεις, [[εκτός]] από την ονομ. και αιτ. πληθ. και ουδ. Ο Όμηρ. χρησιμ. από κοινού Ιων. και Αττ. τύπους. Ιδιαίτεροι επικοί τύποι· [[πουλύς]], <i>-ύ</i>, γεν. <i>πόλεος</i>, πληθ. ονομ. [[πολέες]], <i>πολεῖς</i>, γεν. [[πολέων]], δοτ. <i>πόλεσι</i>, <i>πολέσσι</i>, <i>πολέεσι</i>, αιτ. <i>πολέας</i>.<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για αριθμό, πολλοί, αντίθ. προς το [[ὀλίγος]], σε Όμηρ. κ.λπ.· με ονόματα που δηλώνουν [[πλήθος]], [[πουλύς]], [[ὅμιλος]], σε Ομήρ. Οδ.· πολλὸν [[πλῆθος]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· επίσης λέγεται για οτιδήποτε επαναλαμβάνεται [[συχνά]], πολλὸν ἦν [[τοῦτο]] τὸ [[ἔπος]], στον ίδ.· <i>πολλὸς αἰνεόμενος</i>, στον ίδ.· [[τούτῳ]] πολλῷ χρήσεται τῷ λόγῳ, [[συχνά]] σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για [[μέγεθος]], βαθμό, [[δύναμη]], [[πολύς]], [[μεγάλος]], [[ισχυρός]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· πολὺς [[ὕπνος]], ο [[βαθύς]] ύπνος, σε Ομήρ. Οδ.· πολὺς [[ὑμέναιος]], το [[τραγούδι]] [[μεγάλης]] διάρκειας και έντασης σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· [[σπανίως]] λέγεται για ένα μόνο [[πρόσωπο]], [[μέγας]] καὶ πολλὸς ἐγένεο, σε Ηρόδ.· ἢν [[πολλῇ]] ῥυῇ, εάν ρεύσει με την πλήρη ροή, μεταφ. λέγεται για [[ποτάμι]], σε Ευρ.· <i>πολλῷ ῥέοντι</i>, σε Δημ.· λέγεται για τον άνεμο, <i>πολὺς ἔπνει</i>, φυσούσε [[δυνατά]], στον ίδ.· [[συχνά]] με μτχ., <i>πολλὸς ἦνλισσόμενος</i>, ήταν όλος παρακάλια, Λατ. [[multus]] erat in precan do, σε Ηρόδ.· ομοίως, <i>πολὺς ἦν ἐν τοῖσι λόγοισι</i>, στον ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για την αξία ή [[σπουδαιότητα]] ενός πράγματος, [[πολέος]] ή [[πολλοῦ]] [[ἄξιος]], σε Όμηρ.· [[πολλοῦ]] και περὶ [[πολλοῦ]] ποιεῖσθαί τι, Λατ. [[magni]] facere, πρβλ. περὶ Α. IV <i>ἐπὶ πολλῷ</i>, σε [[μεγάλη]] [[τιμή]], σε Δημ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για χώρο, [[μεγάλος]], [[μακρύς]], [[εκτεταμένος]], πολλὴ [[χώρη]], [[πεδίον]], σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. κ.λπ.· [[πόντος]], [[πέλαγος]], σε Ησίοδ. κ.λπ.· <i>πολλὸς ἔκειτο</i>, ξάπλωσε καταλαμβάνοντας [[μεγάλη]] [[έκταση]], σε Ομήρ. Ιλ.· πολλὴ [[κέλευθος]], [[μακρύς]] [[δρόμος]], σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">5.</b> λέγεται για χρόνο, [[μακρύς]], <i>πολὺν χρόνον</i>, σε Όμηρ. κ.λπ.· [[πολλοῦ]] χρόνου, σε Αριστοφ.· ἐκ [[πολλοῦ]], σε Θουκ.· [[ἔτι]] πολλῆς νυκτός, Λατ. [[multa]] [[nocte]], ενώ ήταν [[ακόμα]] [[μεγάλη]] η [[διάρκεια]] της νύχτας, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> Ειδικότερες χρήσεις·<br /><b class="num">1.</b> επιμεριστικό με γεν., π.χ. <i>πολλοὶ Τρώων</i> αντί πολλοὶ [[Τρῶες]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>πολλὸν σαρκός</i> αντί πολλὴ [[σάρξ]], σε Ομήρ. Οδ.· στον πεζό λόγο, το επίθ. γενικά παίρνει το [[γένος]] της γενικής, <i>τῆς γῆς οὐ πολλήν</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> μαζί με [[άλλο]] επίθ. μέσω του [[καί]], [[πολέες]] τε καὶ ἐσθλοί, πολλοί και καλοί άνδρες, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>πολλὰ καὶ πονηρά</i>, σε Ξεν.· [[μεγάλα]] καὶ [[πολλά]], σε Δημ. <b>3. α)</b> με το [[άρθρο]], λέγεται για πρόσωπα και πράγματα [[πολύ]] γνωστά, Ἑλένα [[μία]] [[τὰς]] πολλὰς ψυχὰς ὀλέσασ', εκείνες τις πολλές ψυχές, σε Αισχύλ.· ὡς ὁ πολλὸς [[λόγος]], η [[κοινή]] [[φήμη]], σε Ηρόδ.· [[ιδίως]], <i>οἱ πολλοί</i>, οι πολλοί, δηλ. ο μεγαλύτερος [[αριθμός]], οι περισσότεροι, σε Θουκ.· απ' όπου, όπως το [[πλῆθος]], οι άνθρωποι, το κοινό, στον ίδ.· εἰς [[τῶν]] πολλῶν, [[ένας]] από το κοινό [[πλήθος]], σε Δημ. <b>β)</b> τὸ [[πολύ]] με γεν., <i>τῆς στρατιῆς τὸ πολλόν</i>, σε Ηρόδ.· [[τῶν]] λογάδων τὸ [[πολύ]], σε Θουκ.· [[αλλά]] επίσης, ὁ στρατὸς ὁ [[πολλός]], σε Ηρόδ. <b>γ)</b> τὰ [[πολλά]], τα περισσότερα, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> ο πληθ. [[πολλά]] χρησιμοποιείται με ρήματα με [[σημασία]] του [[πάρα]] [[πολύ]], εξαιρετικά [[πολύ]], <i>πολλὰπράσσειν = πολυπραγμονεῖν</i>, σε Ευρ., Αριστοφ.· <i>πολλὰ ἔρξαι τινά</i>, κάνω σε κάποιον μεγάλο [[κακό]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">5.</b> <i>πολλάς</i>, με ρήματα που σημαίνουν [[πλήγμα]], [[χτύπημα]], το ουσ. [[πληγάς]] παραλείπεται, βλ. [[πληγή]] I.<br /><b class="num">III. 1.</b> επιρρ. χρήσεις· <b>α)</b> ουδ. [[πολύ]] (Ιων. <i>πολλόν</i>), [[πολλά]], [[πάρα]] [[πολύ]], [[πολύ]], σε Όμηρ. κ.λπ.· [[μάχα]] [[πολλά]], στο ίδ.· [[πάνυ]] [[πολύ]], σε Πλάτ.· επίσης χρησιμοποιείται με τη [[σημασία]] της συχνής επανάληψης, πολλές φορές, [[πολλάκις]], [[συχνά]], [[πολύ]], σε Όμηρ. κ.λπ.· επίσης με [[άρθρο]], τὸ [[πολύ]] για το μεγαλύτερο [[μέρος]], σε Πλάτ.· ὡς τὸ [[πολύ]], σε Ξεν.· ομοίως, τὰ [[πολλά]], ὡς τὰ [[πολλά]], σε Θουκ. <b>β)</b> λέγεται για βαθμό, [[πολύ]], [[πάρα]] [[πολύ]], σε Ηρόδ.· ομοίως απόλ. γεν., [[πολλοῦ]], [[πολύ]], θρασὺς εἶ [[πολλοῦ]], σε Αριστοφ.· [[πολλοῦ]] [[πολύς]], [[πολλοῦ]] πολλῆ, [[πολλοῦ]] [[πολύ]], [[πάρα]] [[πολύ]], στον ίδ. <b>γ)</b> λέγεται για [[διάστημα]], η [[μεγάλη]] [[απόσταση]], [[πολύ]] [[μακριά]], <i>οὐπολλόν</i>, σε Ηρόδ. κ.λπ. <b>δ)</b> λέγεται για χρόνο, [[μακρύς]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[πολύ]] [[συχνά]] μαζί με επίθ. και επίρρ., <b>α)</b> με συγκρ. για να επιτείνει τη συγκρ. [[δύναμη]], πολὺ [[κάλλιον]], [[μεῖζον]], πολλὸν [[ἀμείνων]], <i>παυρότεροι</i>, [[πολύ]], [[μακράν]] πιο όμορφοι κ.λπ., σε Όμηρ. κ.λπ.· ομοίως, δοτ. <i>πολλῷ</i>, [[πολύ]], σε Ηρόδ. κ.λπ. <b>β)</b> με υπερθ., πολὺ [[πρῶτος]], πολλὸν [[ἄριστος]], [[μακράν]] ο [[πρώτος]] κ.λπ., σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· επίσης, <i>πολλῷ πλεῖστοι</i>, σε Ηρόδ. <b>γ)</b> στην Αττ. με θετικό βαθμό, ὦπολλὰ μὲν [[τάλαινα]], <i>πολλὰ δ' αὖ σοφή</i>, σε Αισχύλ. IV. με πρόθ.,<br /><b class="num">1.</b> διὰ [[πολλοῦ]], σε [[μεγάλη]] [[απόσταση]], βλ. διὰ Α. II. 2.<br /><b class="num">2.</b> ἐκ [[πολλοῦ]], από [[μεγάλη]] [[απόσταση]], σε Θουκ.· για μεγάλο [[χρονικό]] [[διάστημα]], βλ. ἐκ II. 1.<br /><b class="num">3.</b> ἐπὶ [[πολύ]], <b>α)</b> για μεγάλο [[διάστημα]], [[μακριά]], <i>οὐκ ἐπὶ πολλόν</i>, σε Ηρόδ. <b>β)</b> για μακρύ χρόνο, για [[πολύ]], σε Θουκ. <b>γ)</b> σε [[μεγάλη]] [[έκταση]], <i>ὡς ἐπὶ πλεῖστον</i>, [[πολύ]] γενικά, σε Θουκ.· <i>ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον</i>, για το μεγαλύτερο [[μέρος]], στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> παρὰ [[πολύ]], κατά [[πολύ]], βλ. [[παρά]] Γ. 1. 5. 5. περὶ [[πολλοῦ]], βλ. ανωτ. I. 3.<br /><b class="num">V.</b> συγκρ. [[πλείων]], [[πλέων]]· υπερθ. [[πλεῖστος]], βλ. αυτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πολύς:''' πολλή, [[πολύ]] (ῠ) (gen. [[πολλοῦ]] - эп. [[πολέος]], πολλῆς, [[πολλοῦ]], pl. [[πολλοί]], πολλαί, [[πολλά]] - эп. [[πολέες]], стяж. πολεῖς, πολέα; compar. [[πλείων]], [[πλεῖον]] и [[πλέων]], [[πλέον]], superl. [[πλεῖστος]]<br /><b class="num">3)</b> 1) многочисленный (πολὺς [[λαός]], πολλοὶ ἑταῖροι, πολλοὶ Τρώων Hom.): οἱ [[πολέες]] τε καὶ ἐσθλοί Hom. много храбрецов; πονηροὶ καὶ [[πολλοί]] Arph. многие дурные люди; πολλὰ καὶ ἀγαθά или πολλ᾽ ἀγαθά Xen. много прекрасных вещей; πολὺν λόγον ποιεῖσθαι περί τινος Plat. много говорить о чем-л.; [[πολύς]] τις Xen. etc. многие, не один; [[πολλοῦ]] π. Arph. чрезвычайно многочисленный;<br /><b class="num">2)</b> большой, значительный, обширный, широкий ([[πεδίον]] Hom.; [[πέλαγος]] Soph.): τῆς γῆς οὐ πολλή Thuc. небольшой участок земли;<br /><b class="num">3)</b> длинный, далекий ([[ὁδός]] Her.; [[πορεία]] Plat.);<br /><b class="num">4)</b> долгий, продолжительный ([[χρόνος]] Hom.): οὐ πολὺν χρόνον Soph., Plat.; в течение недолгого времени, недолго; (ἐκ) [[πολλοῦ]] χρόνου Xen., Arph., Polyb.; с давнего времени, давно; διὰ [[πολλοῦ]] χρόνου Her., Arph.; в течение долгого времени или много времени спустя;<br /><b class="num">5)</b> сильный, громкий ([[κέλαδος]] Hom.; [[ὕμνος]] Pind.; [[βοή]] Soph.);<br /><b class="num">6)</b> сильный, проливной ([[ὑετός]] Hom.; [[ὄμβρος]] Hes.);<br /><b class="num">7)</b> глубокий, крепкий ([[ὕπνος]] Hom.): πολλὴ [[σιγή]] Her. глубокое молчание;<br /><b class="num">8)</b> сильный, могучий, могущественный ([[μέγας]] καὶ π. Her.; π. καὶ [[τολμηρός]] Dem.);<br /><b class="num">9)</b> ревностный, усердный: π. ἦν πρὸς ταῖς παρασκευαῖς Polyb. он усердно был занят приготовлениями;<br /><b class="num">10)</b> важный, ценный: [[πολέος]] (= атт. [[πολλοῦ]]) [[ἄξιος]] Hom. ценный, дорогой; πολὺ [[ἐστί]] τι Xen. что-л. весьма важно; περὶ [[πολλοῦ]] ποιεῖσθαί τι Her., Xen.; придавать чему-л. большое значение; ἐπὶ πολλῷ Dem. по высокой цене - см. тж. [[πολλά]], [[πολλοί]], [[πολλόν]], [[πολλός]], [[πολύ]], [[πλείων]] ([[πλέων]]) и [[πλεῖστος]]. | |||
}} | }} |