Anonymous

πόρος: Difference between revisions

From LSJ
2,589 bytes added ,  1 January 2019
4
(6)
(4)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πόρος:''' ὁ ([[περάω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[μέσο]] για [[διάβαση]] ποταμού, [[πέρασμα]], στενό, Λατ. [[vadum]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.· Πλούτωνος [[πόρος]], τα [[στενά]] της Στύγας, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[στενή]] [[θάλασσα]], [[ισθμός]], [[πορθμός]], Λατ. [[fretum]], σε Ησίοδ., Αισχύλ.· [[Ἰόνιος]] [[πόρος]], το Ιόνιο [[πέλαγος]] που είναι το [[πέρασμα]] από την [[Ελλάδα]] στην Ιταλία, σε Πίνδ.· <i>ἐν πόρῳ</i>, στη [[διάβαση]] των πλοίων, στον ομαλό δρόμο, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> περιφραστικά, πόροι [[ἁλός]], τα μονοπάτια της θάλασσας, δηλ. η [[ίδια]] η [[θάλασσα]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἐνάλιοι πόροι</i>, σε Αισχύλ. κ.λπ.· ομοίως, λέγεται για ποτάμια, [[πόρος]] Ἀλφεοῦ, <i>Σκαμάνδρου</i>, δηλ. ο Αλφειός κ.λπ., σε Πίνδ.<br /><b class="num">4.</b> [[δρόμος]] πάνω από το [[ποτάμι]], δηλ. [[γέφυρα]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">5.</b> γενικά, [[μονοπάτι]], [[δρόμος]], σε Αισχύλ., Σοφ.· [[πόρος]] οἰωνῶν, [[δρόμος]] τον οποίο διασχίζουν, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">6.</b> [[δίοδος]] μέσω του δέρματος, <i>οἱ πόροι</i>, πόροι του δέρματος, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> με γεν. πράγμ., [[τρόπος]] ή τα μέσα προς [[επίτευξη]], [[ολοκλήρωση]], <i>οὐκ ἐδύνατο πόρον οὐδένα ἀνευρεῖν</i>, σε Ηρόδ.· [[πόρος]] ὁδοῦ, μέσα προς [[εκτέλεση]] πορείας, σε Αριστοφ.· [[πόρος]] κακῶν, μέσα αποφυγής κακών, σε Ευρ.· με απαρ., [[πόρος]] τις τίσασθαι, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., μέσα επινόησης, [[εφεύρεση]], [[τέχνασμα]], διέξοδοι, σε Αισχύλ., Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> στην Αθήνα, [[πόρος]] χρημάτων, [[τρόπος]] απόκτησης χρημάτων, σε Ξεν., Δημ.· στον πληθ., οι «τρόποι και τα μέσα», εισοδήματα, πρόσοδοι, σε Δημ.<br /><b class="num">III.</b> [[πορεία]], [[πλεύση]], [[ταξίδι]], σε Αισχύλ., Ευρ.
|lsmtext='''πόρος:''' ὁ ([[περάω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[μέσο]] για [[διάβαση]] ποταμού, [[πέρασμα]], στενό, Λατ. [[vadum]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.· Πλούτωνος [[πόρος]], τα [[στενά]] της Στύγας, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[στενή]] [[θάλασσα]], [[ισθμός]], [[πορθμός]], Λατ. [[fretum]], σε Ησίοδ., Αισχύλ.· [[Ἰόνιος]] [[πόρος]], το Ιόνιο [[πέλαγος]] που είναι το [[πέρασμα]] από την [[Ελλάδα]] στην Ιταλία, σε Πίνδ.· <i>ἐν πόρῳ</i>, στη [[διάβαση]] των πλοίων, στον ομαλό δρόμο, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> περιφραστικά, πόροι [[ἁλός]], τα μονοπάτια της θάλασσας, δηλ. η [[ίδια]] η [[θάλασσα]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἐνάλιοι πόροι</i>, σε Αισχύλ. κ.λπ.· ομοίως, λέγεται για ποτάμια, [[πόρος]] Ἀλφεοῦ, <i>Σκαμάνδρου</i>, δηλ. ο Αλφειός κ.λπ., σε Πίνδ.<br /><b class="num">4.</b> [[δρόμος]] πάνω από το [[ποτάμι]], δηλ. [[γέφυρα]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">5.</b> γενικά, [[μονοπάτι]], [[δρόμος]], σε Αισχύλ., Σοφ.· [[πόρος]] οἰωνῶν, [[δρόμος]] τον οποίο διασχίζουν, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">6.</b> [[δίοδος]] μέσω του δέρματος, <i>οἱ πόροι</i>, πόροι του δέρματος, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> με γεν. πράγμ., [[τρόπος]] ή τα μέσα προς [[επίτευξη]], [[ολοκλήρωση]], <i>οὐκ ἐδύνατο πόρον οὐδένα ἀνευρεῖν</i>, σε Ηρόδ.· [[πόρος]] ὁδοῦ, μέσα προς [[εκτέλεση]] πορείας, σε Αριστοφ.· [[πόρος]] κακῶν, μέσα αποφυγής κακών, σε Ευρ.· με απαρ., [[πόρος]] τις τίσασθαι, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., μέσα επινόησης, [[εφεύρεση]], [[τέχνασμα]], διέξοδοι, σε Αισχύλ., Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> στην Αθήνα, [[πόρος]] χρημάτων, [[τρόπος]] απόκτησης χρημάτων, σε Ξεν., Δημ.· στον πληθ., οι «τρόποι και τα μέσα», εισοδήματα, πρόσοδοι, σε Δημ.<br /><b class="num">III.</b> [[πορεία]], [[πλεύση]], [[ταξίδι]], σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''πόρος:''' ὁ<b class="num">1)</b> место переправы, переправа, перевоз (Ἀλφειοῖο Hom.): Πλούτωνος π. Aesch. = [[Στύξ]]; ὁ π. τῆς διαβάσιος Her. место переправы; πόρον οὐ διαβὰς ποταμοῖο Aesch. не переправившись через реку;<br /><b class="num">2)</b> пролив Hes., Aesch.: π. Ἓλλης Arph. = [[Ἑλλήσποντος]];<br /><b class="num">3)</b> море (как проход или путь) ([[Ἰόνιος]] π. Pind.; Εὔξεινος π. Eur.);<br /><b class="num">4)</b> поэт. течение: ῥυτοὶ πόροι Aesch. текучая вода; πόροι [[ἁλός]] Hom. и ἐνάλιοι πόροι Aesch. морские течения, т. е. моря; π. Σκαμάνδρου Aesch. река Скамандр; βίου π. Pind. течение (река) жизни;<br /><b class="num">5)</b> искусственная переправа, мост: λύειν τὸν πόρον Her. разрушить мост;<br /><b class="num">6)</b> дорога, путь (οἰωνῶν Aesch.): [[πορφυρόστρωτος]] π. Aesch. устланный пурпуром путь; Διὸς πραπίδων πόροι Aesch. пути Зевсовых мыслей;<br /><b class="num">7)</b> анат. канал, пора (πόροι σπερματικοί Arst.): τροφῆς π. Arst. пищевод;<br /><b class="num">8)</b> выход, способ, средство (πόρον τινὸς ἀνευρεῖν Her.; π. ἐξ ἀμηχάνων Aesch.; π. κακῶν Eur.): πόροι πρὸς τὸ πολεμεῖν Xen. способы (успешного) ведения войны; περὶ ἱματίων τίς π. [[ἔσται]]; Arph. каким способом раздобыть одежды?; τίν᾽ ἀπορῶν [[εὕρω]] πόρον; Eur. как бы найти мне выход из безвыходного положения?;<br /><b class="num">9)</b> доход, поступление, средства к жизни: π. и πόροι προσόδων или χρημάτων Xen., Dem. денежные средства; πόροι ἢ περὶ προσόδων доходы или о поступлениях (название сочинения Ксенофонта);<br /><b class="num">10)</b> поездка, путешествие: μακρᾶς κελεύθου π. Aesch. далекое путешествие, дальний путь.
}}
}}