Anonymous

προσκύπτω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσκύπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, παρακ. <i>-κέκῡφα</i>· [[σκύβω]] προς ή [[επάνω]] σε κάποιον, σε Αριστοφ.· [[προσκύπτω]] τινὶτὸ [[οὖς]], [[σκύβω]] προς το [[μέρος]] κάποιου και [[ψιθυρίζω]] στο [[αυτί]] του, σε Πλάτ.
|lsmtext='''προσκύπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, παρακ. <i>-κέκῡφα</i>· [[σκύβω]] προς ή [[επάνω]] σε κάποιον, σε Αριστοφ.· [[προσκύπτω]] τινὶτὸ [[οὖς]], [[σκύβω]] προς το [[μέρος]] κάποιου και [[ψιθυρίζω]] στο [[αυτί]] του, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''προσκύπτω:''' нагибаться, наклоняться (προσκύψας μοι πρὸς τὸ [[οὖς]] Plat.): ἔλεγεν [[ἄττα]] προσκεκῡφώς Plat. наклонившись, он что-то сказал (ему).
}}
}}