Anonymous

προσπάθεια: Difference between revisions

From LSJ
4
(35)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ, και προσπαθία Α [[προσπαθής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η πνευματική ή η σωματική [[ενέργεια]] που συνοδεύεται από ζήλο και έντονη [[δραστηριότητα]], η ταυτόχρονη [[ένταση]] τών σωματικών και πνευματικών δυνάμεων για την [[επίτευξη]] ενός σκοπού («καταβάλλει [[μεγάλη]] [[προσπάθεια]] προκειμένου να πετύχει στις εξετάσεις»)<br /><b>2.</b> [[απόπειρα]], [[δοκιμή]] (α. «έγινε μια [[ακόμη]] [[προσπάθεια]] προσέγγισης τών δύο πλευρών για την [[κατάπαυση]] του πολέμου» β. «ο [[ακοντιστής]] απέτυχε και στις [[τρεις]] προσπάθειες»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με κακή ή καλή σημ.) [[προσήλωση]] ή [[αφοσίωση]] με [[πάθος]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]] ή και έντονη [[επιθυμία]] για κάποιον ή για [[κάτι]] («προσπάθειαι αἱ σαρκικαί», Κλήμ. Αλ.)<br /><b>2.</b> [[κλίση]], [[ροπή]] [[προς]] [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[μεροληψία]]<br /><b>4.</b> <b>(φιλοσ.)</b> η [[προσήλωση]] της ψυχής στο [[σώμα]] και στα [[πάθη]] του.
|mltxt=η, ΝΜΑ, και προσπαθία Α [[προσπαθής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η πνευματική ή η σωματική [[ενέργεια]] που συνοδεύεται από ζήλο και έντονη [[δραστηριότητα]], η ταυτόχρονη [[ένταση]] τών σωματικών και πνευματικών δυνάμεων για την [[επίτευξη]] ενός σκοπού («καταβάλλει [[μεγάλη]] [[προσπάθεια]] προκειμένου να πετύχει στις εξετάσεις»)<br /><b>2.</b> [[απόπειρα]], [[δοκιμή]] (α. «έγινε μια [[ακόμη]] [[προσπάθεια]] προσέγγισης τών δύο πλευρών για την [[κατάπαυση]] του πολέμου» β. «ο [[ακοντιστής]] απέτυχε και στις [[τρεις]] προσπάθειες»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με κακή ή καλή σημ.) [[προσήλωση]] ή [[αφοσίωση]] με [[πάθος]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]] ή και έντονη [[επιθυμία]] για κάποιον ή για [[κάτι]] («προσπάθειαι αἱ σαρκικαί», Κλήμ. Αλ.)<br /><b>2.</b> [[κλίση]], [[ροπή]] [[προς]] [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[μεροληψία]]<br /><b>4.</b> <b>(φιλοσ.)</b> η [[προσήλωση]] της ψυχής στο [[σώμα]] και στα [[πάθη]] του.
}}
{{elru
|elrutext='''προσπάθεια:''' (πᾰ) ἡ склонность, пристрастие ([[ἄνευ]] προσκλίσεως καὶ προσπαθείας Sext.).
}}
}}