Anonymous

προτεύχω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προτεύχω:''' κάνω [[κάτι]] εκ των προτέρων — Παθ., απαρ. παρακ. [[προτετύχθαι]], έχω συμβεί από [[πριν]], [[γίνομαι]] [[προτού]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''προτεύχω:''' κάνω [[κάτι]] εκ των προτέρων — Παθ., απαρ. παρακ. [[προτετύχθαι]], έχω συμβεί από [[πριν]], [[γίνομαι]] [[προτού]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''προτεύχω:''' раньше делать: τὰ μὲν [[προτετύχθαι]] [[ἐάσομεν]] Hom. то, что произошло, оставим, т. е. предадим забвению.
}}
}}